γοργονάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργονάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιασικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γοργονάκι τό, Θρᾴκ. (Αἶν. κ.ἀ.) - Λεξ. Βλαστ. 424.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. γοργόνα.
Σημασιολογία
Ἰνδικὴ ὄρνις, ἐκ τῆς ὁμοιότητος προφανῶς πρὸς τὴν γοργόναν κατὰ τὴν μεγαλοπρέπειαν, τὸ προβεβλημένον στῆθος καὶ τὰς φολιδωτὰς γραμμὰς τῶν πτερῶν ἔνθ᾽ ἀν.: ᾎσμ. Ἀγόρασ᾽ ἕνα γοργονάκι Θρᾴκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA