γοργοφέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γοργοφέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γοργοφέρνω Κ. Παλαμ., Ἀσάλ. ζωή2, 72.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γοργὰ καὶ τοῦ ρ. φέρνω.
Σημασιολογία
Φέρω ταχέως: Ποίημ. Τάχα καὶ πο͜ιός ὁ εὐλογητός; Τὸ ἐλεύτερο πουλλὶ πὄχει πατρίδα ὅπου τ᾽ ἁδρὸ φτερὸ τὸ γοργοφέρῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA