γουμενέτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουμενέτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γουμενέτα ἡ, Κρήτ. (Ἱεράπ.) - Η. R. Kahane - Α. Tietze, Lingua Franc., 254 γουμενέτο τό, Σύμ. - Γ. Σαχτούρ., Ἱστορ. Ἡμερολ., 154 Ι. Τομπάζ., 25.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. gomenetta = μικρὸς κάλως.

Σημασιολογία

Μικρὸς κάλως ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐκόπη τὸ γουμενέτο, μὲ τὸ ὁποῖον εἴχομεν δεμένον ὄπισθέν μας τὸ Ἰονικὸν βρίκι Ι. Τομπάζ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/