γουργουράκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουργουράκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γουργουράκι τό, Ἀντίπαξ. Ζάκ. Ἰθάκ Κέρκ. Κεφαλλ. Λευκ. Παξ. - Ι. Βερεττ., Παροιμ., 68 γουργουλάκι Πελοπν. (Λακων.) κουρκουράκι Προπ. (Κύζ.) - Σ. Δεινάκ., Ἀθηνᾶ 42 (1930), 226.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γουργούρα καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

1) Μικρὸν ἀγγεῖον πρὸς ἐναπόθεσιν ὕδατος μετὰ λαιμοῦ στενουμένου καὶ εὐρυνομένου ἐναλλάξ κατὰ τὸ μῆκος αὐτοῦ, ἐνίοτε δὲ καὶ ἔχοντος ἐσωτερικῶς διάτρητον διάφραγμα, ὥστε τὸ ὕδωρ ἐξερχόμενον νἀ ἠχῇ Προπ. (Κύζ.) - Σ. Δεινάκ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γουργούρα 2β. 2) Λαιμός, λάρυγξ Ἀντίπαξ Ζάκ. Ἰθάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Λευκ. Παξ. - Ι. Βερέττ., ἕνθ᾽ ἀν.: Παροιμ. Ἂς χαρῇ τὸ γουργουράκικιˬ | κιˬ ἂς κοπῇ τὸ ποδαράκι (ἐπὶ τῶν ἀδιαφορούντων διὰ τὰ δυσάρεστα ἀποτελέσματα τῆς λαιμαργίας των) Ι. Βερεττ., ἔνθ᾽ ἀν.: Συνών. παροιμ. Ἂς χαρῇ ἡ γουργάρα κιˬ ἂς κοπῇ ἡ ποδάρα. Συνών. γουργούρα 4. 3) Τεμάχιον κεραμίδος ἀποστρογγυλοποιηθὲν διὰ τῆς τριβῆς ἐπὶ λίθου Πελοπν. (Λάκων.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γουργουράκι Σῦρ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γουργουράκης Ζάκ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/