γουργούρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουργούρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γουργούρι τό, Ἀμοργ. Ζάκ. Καππ. (Ἀνακ. Διλ. Μισθ. Σινασσ. Σίλατ. Φάρασ. Φερτ. Φλογ.) Κάρπ. Κέρκ. Κεφαλλ. Κρήτ. (Σητ.) Κύθηρ. Κύθν. Λευκ. (Φτερν.) Λυκαον. (Σίλ.) Πελοπν. (Βαλτεσιν. Ἦλ. Κάμπος Λακων. Κερπιν.) Πόντ. (Ἰνέπ.) Προπ. (Κύζ.) Ρόδ. Τῆλ. - Λεξ. Δημητρ. γουργούρ᾽ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Δίλ. Μισθ. Φερτ.) Πόντ. (Χαλδ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) γουργούλι Ἀθῆν. Αἴγιν Ἤπ. (Δρόβιαν.) Πελοπν. (Λακων.) - Λεξ. Βλαστ. 287 γουργού᾽ Ἤπ. (Πλάκ.) Θρᾴκ. (Κασταν.) Μακεδ. (Καστορ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Φθιῶτ. Φωκ.) κουρκούρι Πόντ. (Ἰνέπ.) κουρκούρ᾽ Καππ. (Φλογ.) κουργούρ᾽ Καππ. (Σίλατ.) Πόντ. γκουρκούρ᾽ Καππ. (Σίλατ. Φάρασ.) Προπ. (Πάνορμ.) γκουργκούρ᾽ Καππ. (Ἀνακ. Φερτ.) γκουργκού᾽ Μακεδ. (Καστορ. Κοζ.) gουρκού᾽ Θρᾴκ. (Κεσάν. Τσακίλ.) gουρgού᾽ Θεσσ. (Καλαμπάκ.) γουργούι Καππ. (Γούρτον.) ᾽ουργούρι Νάξ. (Ἀπὐρανθ.) γουργουρὶ Ἤπ. (Χιμάρ.) γαργούλι Ἀθῆν. Πελοπν. (Μεσσην.)
Ετυμολογία
Λέξις ἠχομιμητική. Κατὰ τὸν G. Meyer, Neugr. Stud. 3, 20 ἐκ τοῦ Λατιν. gurgulio.
Σημασιολογία
1) Γουργούρα 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθα καὶ συνών., Τσακων. (Χαβουτσ.) 2) Ὁ λάρυγξ, ὁ φάρυγξ, ὁ λαιμὸς Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Γούρτον. Δίλ. Μισθ. Σινασσ. Φάρασ. Φερτ. Φλογ.) Καρπ. Κεφαλλ. Λυκαον. (Σίλ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Ἰνέπ.) Ροδ - Λεξ. Δημητρ.: Πόνεσεν τὸ γουργούρι τ᾽ Ἀνακ. Τὸ κουρκούρ᾽ μ᾽ σιλατᾷ (ὁ λαιμὸς μου πονεῖ) Φλογ. Κρέμανάν τα σὰ κουρκούριˬα τ᾽νε (τὰ ἐκρέμων εἰς τὸν λαιμόν τους) αὐτόθ. Ὁ χοῖρος μας ἔχει τὸ ᾽ουργούρι dοῦ λαιμοῦ dου φραμένο Ἀπύρανθ. Ἅμαν εἶ ᾽gρυωμένος κανείς, βραχνισμένος, λένε πὼς τὸ ᾽ουργούρι dοῦ λαιμοῦ dοῦ ᾽ναι φραμένο αὐτόθ. || Φρ. Θὰ σοῦ κόψω τὸ γουργούρι (ἀπειλὴ) Κεφαλλ. Συνών. φρ. Θὰ σοῦ κόψω τὸ λαρύγγι. Ἔν-νοιξεν dὸ γουργούριν dου (ἤνοιξεν ἡ ὄρεξίς του) Ρόδ. Ἂ μὰ γουργούρ᾽ ἔχ᾽ ἄ (πόσον λαίμαργος εἶναι) Ἀραβάν. Συνών. γουργούρα 4, γουργουράκι 2, γούργουρας 3. β) Αἱ ἀμυγδαλαῖ τοῦ λαιμοῦ Καππ. (Μισθ.): Προύστην τοὺ γουργούρι τ᾽. γ) Γούργουρας 4β, τὸ ὁπ. βλ., Ζάκ. Κεφαλλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Νὰ βάλω θέλω τὸ χέρι μου νὰ σὲ πιˬάσω καὶ νὰ δακάσω τὸ ᾽ουργούρι dοῦ λαιμοῦ σου Ἀπύρανθ. δ) Ὁ στόμαχος, ἡ κοιλία Ἀθῆν. Αἴγιν. Κρήτ. (Σητ.) Κύθηρ. Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Μεσσην.) Πόντ. (Ἰνέπ.) Τῆλ.: Δὲ χορταίνει τὸ γουργούρι dου ὅσο κιˬ ἂ bιˬῇ Σητ. || Παροιμ. Ἂς γεμίσῃ τὸ γουργούλι κιˬ ἂς κοπῇ τὸ ποδαράκι (ἐπί λαιμάργων, οἱ ὁποῖοι ἀδιαφοροῦν διὰ τὸ ἀποτελέσματα τῆς λαιμαργίας των) Ἀθῆν. Αἴγιν. Μεσσῆν. Ἂς χαρῇ γουργούρι κιˬ ἂς κοπῇ κεφάλι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἰνεπ. Κύθηρ. Κύθν. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. καὶ ἀλλαχοῦ. Συνών. παροιμ. Ἂς χαρῇ ἡ γουργάρα κι ἂς κοπῇ ἡ ποδάρα. 3) Γουργούρα 2β, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθα καὶ συνών., Ἀθῆν. Ἀμοργ. Ζάκ. Θεσσ. (Καλαμπάκ.) Θρᾴκ. (Κασταν. Κεσάν. Τσακίλ.) Μακεδ. (Καστορ. Κοζ.) Πόντ. (Ἱνέπ. Χαλδ.) Προπ. (Κύζ. Πάνορμ.) - Λεξ. Βλαστ. 287: Δῶσ᾽ τὸ gουρκού᾽ νὰ πιˬῶ λίγο νεράκι Τσακίλ. Ἔπεσε τὸ gουρκού᾽ καὶ τσακίστ᾽κε ὁ λαιμὸς τ᾽ αὐτόθ. Φέρι μ᾽ τοὺ γουργού᾽ νὰ πιˬῶ νιρό Καστορ. 4) Ὁ στρογγυλὸς κλειστὸς ἀλλὰ μετὰ σχισμὥν κωδωνίσκος, ὁ κρεμασμένος εἰς τὸ θυμιατὸν τοῦ ἱερέως ἢ εἰς τὸν λαιμὸν τῶν αἰγοπροβάτων ἢ ἄλλων ζῴων Ἤπ. (Δρόβιαν. Χιμάρ.) Πελοπν. (Βαλτεσιν. Ἦλ. Κερπιν.) Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.): Κρέμασε τὸ γουργουρὶ τοῦ ἀρίου γιˬὰ νὰ τ᾽ ἀκοῦμε Χιμάρ. Συνών. βρονταλίδι 1. β) Σφαιρικὸς κωδωνίσκος χρησιμοποιούμενος ὡς παίγνιον νηπίων Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) Συνών. βρονταλίδι 2, κουδουνίστρα. 5) Αἱ ᾠοθῆκαι τῶν ζῴων Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) 6) Παίγνιον ἀπὸ δύο καρύδια, ἐξ ὧν τὸ ἕν περιστρέφεται διὰ νήματος περὶ ἄξονα διερχόμενον διὰ τοῦ ἑτέρου, τὸ ὁποῖον εἶναι κοῖλον καὶ οὕτως παράγεται ἦχος Πόντ. (Ἰνέπ.) Συνών. γούργουρας 13γ. 7) Τὸ αὐτοκίνῆτον εἰς τὴν συνθηματ. γλῶσσαν κτιστῶν Ἤπ. (Πλάκ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γουργούριˬα Χίος καὶ Γουργού᾽ Μακεδ. (Καστορ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA