γόφω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γόφω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γόφω ἡ, ἀμάρτ. γόφου Μακεδ. (Βογατσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γόφος.
Σημασιολογία
Ἡ χωλαίνουσα ἐκ παθήσεως τῆς ἄνω ἀρθρώσεως τοῦ μηριαίου ὀστοῦ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA