γραγρανίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραγρανίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γραγρανίζω Πόντ. (Κοτύωρ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Λέξις πεποιημένη ἐκ τοῦ ἐπιφων. γρὰ-γρὰ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ανίζω. Βλ. Ἄνθ. Παπαδόπ., Ἀρχ. Ποντ. 12 (1947), 57.

Σημασιολογία

Προξενῶ θόρυβον ἔνθ᾽ ᾽αν.: Μὴ γραγρανίῃς, ἐπόνεσεν τοὺ κιφάλι μ᾽! Σταυρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/