γραδωσιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γραδωσιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γραδωσιˬὰ ἡ, Εὔβ. Ἰθάκ. γραδωσὰ Καστ. γραδουσιˬὰ Ἤπ. (Πάπιγκ) Μακεδ. (Χαλκιδ.) Στερελλ. (Ἰτέα)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γράδωση.

Σημασιολογία

1) Γράδωση 1, τὸ ὑπ. βλ., Εὔβ. Καστ. Στερελλ. (Ἱτέα) 2) Γράδωμα 2, τὸ ὑπ. βλ., ἔνθα καὶ συνών., Ἰθάκ. 3) Σχισμή, ὀπὴ στενὴ Μακεδ. (Χαλκιδ.) 4) Μεταφ., πίεσις, στενοχωρία Ἤπ. (Πάπιγκ.): Ἄξιˬα γραδουσιˬὰ πὄπαθα!

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/