γραμμάριο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γραμμάριο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γραμμάριο τό, λογ. κοιν. γραμμάριου βόρ. ἰδιώμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. γραμμάριον, ὑποκορ. τοῦ γράμμα. Ἡ νεωτέρα σημ. ἐκ τοῦ γαλλικοῦ grαmme.
Σημασιολογία
Τὸ χιλιοστὸν τοῦ χιλιογράμμου λόγ. κοιν.: Δῶσε μου διˬακόσα πενῆντα γραμμάρια καφὲ κοιν. Χάσαμι ἀποὺ τότι ἀπ᾽ βγῆκι τοῦ ᾽λὸ κὶ τοὺ γραμμάριου Ἀλόνν. Θέλου τρακόσα γραμμάρια ζάχαρ᾽ αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA