γράμπανο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γράμπανο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γράμπανο τό, ἀμάρτ. γράbανο Μύκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἰταλ. grαppo = βότρυς σταφυλῆς.
Σημασιολογία
Μικρὰ σταφυλὴ ἀπομένουσα ἐπὶ τοῦ κλήματος μετὰ τὸν τρυγητόν: Ἐποτρυήσαμε πιˬά, ποῦ καὶ ποῦ νὰ ᾽βρῇς κἀνένα γράbανο. Συνών. διγόνι, κουδούνι, τσάμπανο, τσαμπίδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA