γρανίτσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρανίτσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γρανίτσα ἡ, (Ι) Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Τριφυλ. Πυλ. Φιγάλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ γράνα (Ι) καὶ τῆς ὑποκορ καταλ -ίτσα.
Σημασιολογία
Γρανὶ 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθα καὶ συνών. ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄνοιξε καὶ κανιˬὰ γρανίτσα ᾽ς τὸ χτῆμα σου νὰ φύγουνε τὰ νερά! Γαργαλ. ᾽Σ τὴ ᾽λοῦ ᾽δῶθε γρανίτσα ἔναι bόλικα μάραθα (᾽λοῦ ᾽δῶθε = την πιὸ κοντινῆ πρὸς ἐμᾶς) αὑτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA