γρηγοριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρηγοριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γρηγοριˬὰ ἡ, ἐνιαχ. γληγοριˬὰ Κρήτ. - Μ. Λελέκ., ‘Eπιδόρπ., 26 γληοριˬὰ Θήρ. Ἴος, Ρόδ. γληορκὰ Κύπρ. ἀγληγουριˬὰ Λέσβ. ὀγληγοριˬὰ Κρήτ. (Σητ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρήγορος.
Σημασιολογία
Tαχύτης, σπουδὴ Θήρ. Ἴος Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) Κύπρ. Λέσβ. Ρόδ. - Μ. Λελέκ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ἄμ πῇς γιˬὰ γληορκάν; Βάλ-λομεν ἀστοίημαν νὰ βουρήσωμεν (ἂν πῇς διὰ ταχύτητα; Βάνομεν στοίχημα νὰ τρέξωμεν) Κύπρ. || Παροιμ. Ὅλα θένε γληγοριˬὰ | κ᾽ ἡ κοπελιˬὰ τὴ βιˬὰ (προκειμένου περὶ νέας πρέπει νὰ ἐνδιαφέρωνται διὰ νὰ τὴν ὑπανδρεύσουν γρήγορα) Κρήτ. ‖ ᾎσμ. Κιˬ ἀπὸ τὴν προκοσύνη της κιˬ ἀπὸ τὴ γληγοριˬά της ἐκόπη τ᾽ ἀσημόκουμπο κ᾽ ἐφάνη τὸ βυζί της Μ. Λελέκ., ἔνθ. ἀν. Μαῦρε μου κοdογόνατε, καὶ ποῦ ᾽ναι τὰ φτερά σου, ἀποὺ τὰ πιάνεις τὰ πουλλιˬὰ μὲ τὴν ὀγληγοριˬά σου; Κρήτ. (Σητ.) Συνών. βλ. εἰς λ. γρηγοράδα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA