γριαδάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γριαδάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γριαδάκι τό, Θήρ. Πάρ. γριαδάτσι Ἄνδρ. γριαδά᾽ Μύκ. γραδάκι Κρητ. (Μεραμβ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γριάδι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ -άκι.
Σημασιολογία
1) Ἡ μικρόσωμος γραῖα, ἡ πολὺ γραῖα ἔνθ᾽ ἀν.: Γροικᾷς εἶdα σοῦ λέει τὸ γραδάκι; - Θέλει, λέει, νὰ παdρευτῇ ἐδά ᾽ς τὰ ἐνενήdα τζη Κρήτ. Κι ὁdὸ τήνε σκίζανε, περνᾷ ἕνα γραδάκι (ἐκ παραμυθ.) Κρήτ. (Μεραμβ.) || Φρ. Κάθεται σὰ γριαδάκι (ἐπὶ κορασίδος ἡσύχου) Πάρ. Σοῦ λέει κἄτι κουβέdες σὰ γριαδάκι (ἐπὶ συνετοῦ ἀνθρώπου) αὐτόθ. Συνών. γριάδι, γριαδίτσα, γριαδόνι, γριαδόπουλο, γριιδάκι, γριίδι, γριουδάκι, γριούλα, γριουλάκι. 2) Γριὰ 11 Μύκ. 3) Γριὰ 14 Μύκ.: Ἄς κάμωμε δυˬὸ γριαδάκιˬα μὲ τὴ ζύμη ποὺ περίσσεψε ἀπ᾽ τὸ ζ᾽μωτὸ, νὰ ξανοστήσωμε (= νὰ ἀποβάλωμε τὴν γεῦσιν τοῦ προηγουμένου φαγητοῦ).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA