γρουσουζιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρουσουζιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γρουσουζιˬὰ ἡ, ὀγουρσουζιˬὰ Κρήτ. - Λεξ. Μπριγκ. ὀγουρσουζὰ Κρήτ. (Νεάπ. κ.ἀ.) ὀργουσουζιˬὰ Κρήτ. (Ζερβιαν.) γουρσουζιˬὰ Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) Κρήτ. Λέσβ. (Πάμφιλ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ. χουρσουζιˬὰ Μεγίστ. χουρουζιˬὰ Ἤπ. (Βίτσ.) ὀγρουσουζὰ Κρήτ. γρουσουζία Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Τσακων. (Χαβουτσ.) γρουσουζιˬὰ κοιν. γρουσουζεὰ Θεσσ. (Βαθύρρ. Κακοπλεύρ. Τσαγκαρ.) Μακεδ. (Δεσκάτ.) γρουσουζὰ Κρήτ. (Σητ.) Πελοπν. (Μεσσην.) Σάμ. Σκῦρ. γρουσουγιˬὰ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γρουσουντζὰ Ἀστυπ. χρουσουζία Κύθηρ. χρουσουζιˬὰ Εὔβ. (Βρύσ.) Ἤπ. (Άρτοπ.) Μῆλ. Πελοπν. (Ἀναβρ. Ἑρμιόν. Καλάβρυτ. Κορινθ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) Χίος (Πισπιλ.) χρουσουζὰ Ἀθῆν. χρουσ-σουζ-ζγιˬὰ Κῶς χρουσουντζιˬὰ Κάρπ. ᾽ουρσουζὰ Θεσσ. (Τσαγκαρ.) ᾽ουρσουζιˬὰ Μακεδ. (Δρυμ. Κίτρ. Κολινδρ.) ᾽ουρσουζὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρουσούζης. Διὰ τὸν τύπ. γρουσουγιˬὰ βλ. Δ. Βαγιακάκον, Λεξικογρ. Δελτ. 6 (1953|4), 102-108.
Σημασιολογία
1) Κακὸς οἰωνός, δυσοίωνον σημεῖον κοιν. καὶ Τσακων. (Χαβουτσ.): Τό ᾽χω γρουσουζιˬὰ κοιν. Μόλις εἶδα αὐτὸν τὸ γρουσούζη, ἤτανε γρουσουζιˬὰ Εὔβ. (Αἰδηψ.) Ἡ γρίνιˬα ἡ πουλλὴ εἶνι γουρσουζιˬὰ Λέσβ. (Πάμφιλ). Τό ᾽χω ὀγουρσουζὰ νὰ κάτσῃ δίπλα μου (ὁ τάδε) Κρήτ. (Νεάπ.) Τό ᾽χω μεγάλη γρουσουζιˬά, ὅdες πάω γιˬὰ τὸ ψάρεμα καὶ ματαπαdαίνω τὸν ἴδιˬο ἄνθρωπο Ἐρεικ. Τί γρουσουζεὰ εἶνι αὐτὴ σήμιρα, δὲν μπουρῶ νὰ σταυρώσου οὔτι μιˬὰ πέρδικα νὰ βαρέσου! Μακεδ. (Δεσκάτ.) Τό ᾽χω γιˬὰ γρουσουιˬὰ νὰ μὴ gάμου γιˬορτὴ Πελοπν. (Κίτ.) Ἐν δών-νομε φωδζά, τό ᾽χουμε γρουσουντζὰ Ἀστυπ. Τό ᾽χω γιˬὰ χρουσουζία ποὺ χύθηκε λάδι Κύθηρ. Ἤμbλασέμ μου τὸ λάιν καί ᾽γὼ ἔχω το χρουσ-σουζ-ζιˬὰν Κῶς. Ἐύθην τ᾽ ἁλάτιν, δηλαδὴ χρουσουζιˬὰ Χίος (Πισπιλ.) Ἐτσεῖνος ἤκουμ, μὰ ᾽ἐν ἤθελεν νὰ ᾽παντήσῃ, γιˬατὶ τό ᾽εσ σὲ χρουσουζιˬὰ αὐτόθ. Μερμῆτοι μὲ φτερὰ ἤμπασ᾽ς τὸ σπίτιν, εἶχ᾽ χρουσουζιˬὰ αὐτόθ. Τοὺ προυζύμ᾽ δὲν εἶνι καλὸ νὰ λείπ᾽ τοὺ βράδ᾽ ἀπ᾽ τοὺ σπίτ᾽, γιˬατὶ εἶνι γρουσουζεὰ Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Μὴ δινῃς τὴ νύχτα προζύμι ἣ τὸ καντάρι, γιˬατὶ φέρνει γρουσουζιˬὰ Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) Ἅμα μασᾷς τὰ νύχιˬα σ᾽, εἶνι ᾽ουρσουζεὰ Θεσσ. (Τσαγκαρ.) Μὴν πετᾷς τ᾽ ἀπονύχιˬα σου κάτω, κ᾽ εἶναι χρουσουζὰ Ἀθῆν. Δὲ gά᾽ νὰ εἶνι τοὺ ψαλίδ᾽ ἀ᾽χτό, γιˬατὶ εἶνι γρουσουζεὰ ᾽ς τοὺ σπίτ᾽ Θεσσ. (Κακοπλεύρ.) ᾽Σ᾽ τὸ γάμο εἶναι χρουσουζιˬά, ἂν πέσουνε τὰ στέφανα χάμου Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ὅταν ἡ κόττα κελαηδάῃ σὰν κόκκορας, αὐτὸ εἶναι χρουσουζιˬά. γι᾽ αὐτὸ τὴ σφάζουν ᾽ς τὸ πράκο τῆς πόρτας (πράκο = κατώφλι) Πελοπν. (Ἑρμιόν.) Ἡ κουκουμάβλα, ἅμα φωνάζῃ πάνω ἀπὸ τὸ σπίτι, φέρνει χρουσουζιˬὰ (κουκουμάβλα = κουκουβάγια) Μῆλ. Ἄμα γιννήσ᾽ πρόλουgα ἡ ἀρνὶθα, εἶνι ᾽ουρσουζιˬὰ (πρόλουgα : ἀβγὰ μικροῦ μεγέθους) Μακεδ. (Κίτρ.) Φίδ᾽ ἄν βρῇς προυΐ, λαγὸ τοὺ βράδ᾽, εἶνι καλό, μ᾽ ἂν συναντήσ᾽ς λαγὸ τοὺ προυΐ, εἶνι γρουσουζεὰ ἢ τοὺ βράδ᾽ τοὺ φίδ᾽ εἶνι οὐχτρὸς Θεσσ. (Βαθύρρ.) Ἡ γάττα κατούρ᾽σι ᾽ς τοὺ παρ᾽θύρ᾽ | χουρουζιˬὰ εἶνι! Ἤπ. (Βίτσ.) συνών. ἀναποδιˬὰ 1, ἀναμουντζωμάρα, ἀτυχία, γρουσουζλίκι 1, κακοσημαδιˬά, κατσιποδιˬά. Ἀντίθ γούρι, τυχερό. 2) Δυστυχία, κακοτυχία, ζημία Ἀθῆν. Ἄνδρ. Ἠπ. (Ζαγόρ. Ραδοβύζ.) Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) Κάρπ. Κρήτ. (Ἐννέα Χωρ. Μεραμβ. Νεάπ. Σητ. κ.ἀ.) Λέσβ. (Πάμφιλ.) Μακεδ. (Δρυμ. κ.ἀ.) Μεγίστ. Πελοπν. (Κορινθ. Μεσσην.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν.) Χίος (Βροντ. Φυτ.) - Κ. Μπαστ., Ἀλιευτ., 107 Κ. Παρορ., Μεγάλ. παιδ., 87 - Νουμ. 1914, 206: Θὰ φέρῃ γρουσουζιˬά κοιν. Κάθε φορὰ ποὺ θά ᾽ρθη, θὰ μοῦ φέρῃ γρουσουζὰ Μεσσην. Μεγάλη γρουσουζὰ σᾶς ἤπιˬασε καὶ δὲ σᾶς σιμώνει κιˬανένα μιˬαρὸ (= ζῷον) Σητ. Ἤφερε τὴ γρουσουζιˬὰ Βροντ. Γρουσουζιˬὰ θὰ πάγ᾽ Πάμφιλ. Ἡ ἰδέα πὼς ὑπῆρχε κἄποιος τρόπος νὰ ἀπομακρύνουν τὴ γρουσουζιˬὰ τοὺς ἀνακούφισε Κ. Παρορ., ἔνθ᾽ ἀν. || Φρ. Γρουσουζιˬὰ τὴ γρουσουζιˬὰ (διαδοχικὴ δυστυχία) Ἀθῆν. - Κ. Μπαστ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γρουσουζάγρα. β) Ἀθλιότης, κακομοιριὰ Λεξ. Πρω. Δημητρ. 3) Ἐμπορικη ἀπραξία Εὔβ. (Βρύσ.) - Λεξ. Δημητρ.: Ἅμα θά ᾽ρτη αὐτός, φέρνει τὴ χρουσουζιˬὰ μονόταρη (= ὁλόκληρον) Βρύσ. Συνών. ἀναδουλε͜ιά, γκίνιˬα, κεσάτι. 4) Ἀκαθαρσία, ρυπαρότης Κρήτ. (Μεραμβ. Νεάπ. κ.ἀ.): Πολλὲς γουρσουζιˬὲς ἔχει ἡ αὐλή σας Κρήτ. Ἡ ὀγουρσουζὰ τοῦ σπιθιˬοῦ τζης δὲ λέγεται Νεάπ. Ὅλος - ὅλος ἐβρωμοῦσε ἀποὺ τσ᾽ ὀγουρσουζιˬὲς Μεραμβ. ᾽Επαδὲ ξεδιˬαgρὶζω ἕνα κοκάρι, μὰ ἔχει τοῦ κόσμου τσ᾽ ὀγρουσουζὲς καὶ τσ᾽ ἀgάθες (ξεδιˬαgρίζω = καθαρίζω, διαλέγω, κοκάρι = ποκάρι, μαλλὶ) Νεάπ ᾽Ογρουσουζά ᾽ναι ᾽ς τὸ σπίτι οἱ ὅρνιθες, μὰ δὰ τσ᾽ ἀνεπιλέψω, γιˬὰ νά ᾽χω σκιˬὰς ἀβγὰ γιˬὰ τὰ κοπέλιˬα (ἀνεπιλέψω: ἐκθρέψω. σκιˬὰς = τοὐλάχιστον) αὐτόθ. ᾽Εμᾶς οἱ γ-αἶγες μας τρῶνε σαφὶς κορφὲς ἀποὺ τὰ δρυάκιˬα καὶ τὰ κατσοπρίνιˬα, δὲ dρῶνε γουρσουζιˬὲς τσῆ στράτας (σαφὶς = μόνον) Κρήτ. || Γνωμ. Ἡ πολλὴ παστρικοσύνη εἶναι μισὴ γουρσουζιˬὰ Ἐννέα Χωρ. Συνών. βρωμιά. 5) Κακία, δυστροπία, ἀταξία, ζαβολιὰ Κρήτ. Μακεδ. (Κολινδρ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Κορινθ.) - Λεξ. Δημητρ. 6) Φιλαργυρία Ἤπ. (Ζαγόρ.) Πελοπν. (Κίτ.): Ἀρρώστησε ἀπὸ τὴ γρουσουζιˬά του ποὺ δὲ δύνεται νὰ φάῃ Κίτ. Συνών. τσιγκουνιˬά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA