γυˬαλικὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλικὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυˬαλικὸ τό, σύνηθ. γυˬα᾽κὸ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γυˬαλλικὸ Κόπρ. Κῶς (Καρδάμ. Πυλ κ.ἀ) Λέρ. Μεγίστ. Νίσυρ. Σύμ. κ.ἀ. γυˬαλτικὸ Ἀστυπ. ᾽υˬαλικὸ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ΙΙληθ. γυˬα᾽κά πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλί.

Σημασιολογία

1) Καθ᾽ ἑνικ. περιληπτ., συνηθέστ. κατὰ πληθ., τὸ σύνολον τῶν ὑαλίνων σκευῶν σύνηθ.: Μιˬὰ ντουλάπα - ἕνας μπουφὲς γεμᾶτος γυˬαλικὰ σύνηθ. Ἡ Κατερίνα ὅτι νὰ λάβῃ κανένα δοαριο, κατεβαίνει ᾽ς τὴν Τραγέα καὶ τὸ ψουνίζει ᾽υˬαλικὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σάλευγε νὰ πᾶμε νὰ φέρωμε gανένα ᾽υˬαλικὸ αὑτόθ. Μωρ᾽ ἀποϋρίζου, μὴ σοῦ πέσῃ τὸ καλάθι, ᾽ιˬατὶ ἔχει ᾽υˬαλικὰ μέσα αὐτόθ. Γυˬαλ-λικὸ ν-ταὶ κακόμ bοὺ τό ᾽ει ᾽ς τὸ σπίτιν-dης! (καὶ κακὸ = πλῆθος) Κῶς (Καρδάμ.) Ἄν τζὰ σὲ πῇ κἀνένας π᾽ θὰ ν᾽ εὕρῃς μέσα ᾽ς gοῦφα κἀνένα γυˬαλικὸ γερό, μὴ dὸ πιστεύγῃς Βιθυν. (Κουβούκλ.) Ἤφερένα μὲ τὸ παμπόρ᾽ μιˬὰ κούφα γυˬαλικὰ αὐτόθ. Ἔ᾽ τρεῖς κασέλις γιμᾶτις γυˬα᾽κὰ Ἁλονν. Ἄ μὴν ι-σπάσου dὰ γυˬαλ-λικὰ Σύμ. ‖ Γνωμ. Παρακάλε τὸ μάλιν τῆς γεναίκας σου νὰ ᾽γ γυˬαλ-λικὸ (ἡ περιουσία τῆς συζύγου νὰ εἶναι εὖτελοῦς ἀξίας, διὰ νὰ μὴ τὴν καθιστᾷ ὑπεροπτικὴν) Κύπρ. ‖ ᾌσμ. Στολίσετε τὰ γυˬαλ-λικὰ καὶ βάρτε ᾽τα ᾽ς τὴ θέση Κῶς (Πυλ.) β) Κατὰ πλὴθ., θραύσματα ὑαλίνων σκευῶν Ἤπ. (Μαργαρ. Πάργ κ.ἀ.) Χίος (Βροντ.): Τὰ κοριτσάκια βρίσκουνε γυˬαλικὰ καὶ παίζουνε Βροντ. Συνών. γυˬαλὶ 1γ. 2) Μεταφ., ὁ μὴ ἰσχυρᾶς ἀντοχὴς ἄνθρωπος Πελοπν. (Γαργαλ. Δίβρ. Καλάβρυτ., κ.ἀ.): Δὲ θέμε γυˬαλικὰ μαζί μας (ἐνν. γυναῖκας, διότι δὲν ἀντέχουν εἰς τὸν μόχθον) Καλάβρυτ. Ποῦ πᾷς, μωρέ, μὲ ᾽φτοῦνα ᾽φτοῦ τὰ γυˬαλικὰ ᾽ς τὸ πανηγύρι; Δὲ θὰ φτάσῃς οὔτε τὸ λειδινὸ (= δειλινό, ἀπόγευμα) Γαργαλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/