γυˬαλοπατητὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλοπατητὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυˬαλοπατητὴς ὁ, Μύκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γυˬαλὶ καὶ πατητής.
Σημασιολογία
Ὁ πατῶν ἐπὶ θραυσμάτων ὑάλου, μεταφ. ὁ διάβολος. Ἡ λ. μόνον εἰς ἐπῳδὴν μὲ ἀκαθόριστον σημασίαν: ᾌσμ. Ἅι-Γιˬάννη δίσαμε, δίσαμε καὶ τρίσαμε, τρεῖς ἀgέλοι τοῦ Χριστοῦ, ǀ δέσετε, χαλινώσετε τὸν γυˬαλοπατητή, τὸν Ἀποσπερίτη, νὰ λείπῃ ἀπὸ τὰ σπίτιˬα μας, τὰ κατσιτήριˬα μας, νὰ λείπῃ ἀπὸ τὰ παιδιˬά μας τὰ μυρωμένα, τὰ τριαgελοπερασμένα (Ἀποσπερίτης = διάβολος).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA