γυναίκικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυναίκικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυναίκικος ἐπίθ. Πόντ. (Κερασ. Χαλδ. κ.ἀ.) γυναίικος Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γυναικικός. Διὰ τὸν ἀναβιβασμὸν τοῦ τόνου βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ, 2,125 κἑξ.
Σημασιολογία
Ὁ ἀνήκων, ὁ προσιδιάζων εἰς γυναῖκα, ὁ τῆς γυναικὸς ἔνθ᾿ ἀν. : Τὰ γυναίκικα τὰ λώματα (τὰ γυναικεῖα φορέματα) Τραπ. Γυναίκικα παπούτσια Πόντ. Τὰ γυναίκικα λόγιˬα (ἄνευ σοβαρότητος, ἀναξιόπιστα) Τραπ. ᾿Σ σὰ γυναίκικα τὰ δουλείας μὴ ταράεσαι (= μὴν ἀναμειγνύεσαι εἰς τὰ γυναικείας ὑποθέσεις) Τραπ. || ᾎσμ. Γυναίκικον ὁ πόλεμος, γυναίκικον ὁ κοῦρσον καὶ κορ᾿τσιˬακὸν ἔν τὸ σπαθίν, ντὸ κόφτ᾿ ἕμπρου κιˬ ὀπίσου Κερασ. β) Τὸ οὐδ. πληθ. ὡς οὐσ., γυναικεῖα ἐνδύματα Πόντ. (Τραπ.): ᾎσμ. Ἔλα, υἱέ μ᾿, ἂς λέγω σε μεγάλον δρμενείαν, ἒλα, φόρει γυναίκικα, κεπάγ᾿ Τραπεζουνταίιˬκα (δαρμενείαν= διερμηνείαν= συμβουλήν, κεπάγ᾿= σκεπάσου) Συνών. γυναικεῖος Α1, γυναικήσιος, γυναικήσιμος, γυναικίστικος, Ἀντίθ. ἀγούρκος, ἀγουρτικος, ἀγωρήσιος, ἀγωρίστικος, ἀνθρωπήσιμος, ἀνθρωπήσιˬος, ἀνθρωπινὸς 4, ἀντρήσιˬος, ἀντρίκε͜ιος, ἀντρικὸς 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA