γύρεψη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γύρεψη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γύρεψη ἡ, Ἀθῆν. Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Γαργαλ. Γορτυν. Δίβρ. Κυνουρ. Μάν. Ξηροκ.) Σύμ. ᾿ύρεψη Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γύριψ᾿ Μακεδ. (Σέρρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ ἀορ. τοῦ ρ. γυρεύω.

Σημασιολογία

1) Ἡ ζήτησις ἔνθ᾿ ἀν.: Δὲν ἔχει φέτο γύρεψη ἡ σταφίδα Κεφαλλ. Ἐφέτι δὲν ἔχουμε τὰ κριάτα ᾿ύρεψη καὶ σφάζουν ἀβέρτα οἱ χασάπηδες Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Θὰ σαπίσουν ὅλες οἱ ντομάτες ᾿ς τὰ περιβόλιˬα φέτος, δὲν ἔχουμε γύρεψη Πελοπν. (Κυνουρ.) Ἐν ἔχουν ἐφέτι γύρεψη dὰ μανdαρίνιˬα κιˬ ᾿ὰ τζημιˬωθοῦν οἱ λεσπέρηδες (= γεωργοὶ) Σύμ. Ἤκαμά του μιˬὰ γύρεψη Κρήτ. Συνών. γύρεμα, 1) γυρεματιˬά ζήτηση, ψάξιμο. 2) Ἀνάγκη, ἔλλειψις οἰκονομικῶν πόρων Πελοπν. (Ξηροκ.): Φρ. Τὴ γύρεψή του νά ᾿χῃ, ἀφοῦ δὲ θέλει νὰ μπάσῃ ἄνθρωπο σπίτι της (ἀρά).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/