δαιμονέας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαιμονέας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δαιμονέας ἐπίθ. Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαίμονας καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -έας. Διὰ τὸν σχηματισμὸν βλ. Ἄνθ. Παπαδόπ., Ἀρχ. Πόντ. 15 (1950), 7.

Σημασιολογία

1) Ὁ κατεχόμενος ὑπὸ δαιμονίων, ὁ δαιμονισμένος ἔνθ᾿ ἀν : ᾌσμ. Κόρ᾿, ἡ ἀγάπ᾿ σ᾿ ἐποῖκε με ζαντὸν καὶ δαιμονέαν καί ᾿ς σὰ ραία λάσκουμαι καὶ ᾿ς σὰ κοιλάδ μένω (ἡ ἀγάπη σου, κόρη, μ᾿ ἔκανε τρελλὸν καὶ δαιμονισμένον καί εἰς τὰ βουνὰ γυρίζω καί εἰς τὶς κοιλάδες διανυκτερεύω) Πόντ. (Χαλδ.) Κόρ᾿, ἡ ἐγάπ᾿ σ᾿ ἐποῖκε με ζαντὸν καὶ δαιμονέαν, ἐποῖκε με κρασόποτον καὶ ρακομεθυστέαν Πόντ. (Κερασ.) Κιˬ ὁ μαῦρος πού ᾿τονε τρελλός, τρελλὸς καὶ δαιμονέας, ἐκεῖ πού ᾿ποδοχτύπεσεν, ἐνοῖγεν τὸ μνημόριν ΙΙόντ. (Τραπ.) 2) Ὁ πονηρός, ὁ κατεργαρης Πόντ. (Τραπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/