δαιμονικὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαιμονικὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

δαιμονικὸς ἐπίθ. λόγ. πολλαχ. διμονικὸς Ἤπ. (Ἀρτοπ.) διμουνικὸς Στερελλ. (Φθιῶτ.) διμου᾿κὸς πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Θηλ. δαιμονιτσὴ Πελοπν. (Ξεχώρ.) διμονικὴ Ἤπ. (Ἀρτοπ) διμου᾿κὴ Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) δαιμονικὸν τό, Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) δαιμονικὸ σύνηθ. καὶ Καππ. (Γούρτον) δαιμο᾿κὸ Εὔβ. (Ψαχν.) Θρᾴκ. (Μάδυτ.) διμονικὸ Ἤπ. (Ἀρτοπ.) διμουνικὸ Θεσσ. (Γερακάρ.) Μακεδ. (Δαμασκ. Κοζ. Σταυρ. κ.ἀ.) διμου᾿κὸ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. dαιμονικὸ Καππ. (Ἀραβάν.) dιμονικὸ Καππ. (Ἀραβάν.)

Ετυμολογία

Τὸ Ἑλληνιστ. ἐπίθ. δαιμονικός.

Σημασιολογία

Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ ἀνήκων, ὁ ἀναφερόμενος εἰς τὸν δαίμονα, ὁ προερχόμενος ἐκ δαίμονος πολλαχ.: Ἤτανε δαιμονικὸ συνέργειο Πελοπν. (Κορινθ.) Δὲν μπαίν᾿νι μέσ᾿ ᾿ς τοὺ μύλου οἱ λιχῶ᾿ς, γιˬατ᾿ ἰκεῖ ἔνι διμού᾿κὴ συνιργία Στερελλ. (Αἰτωλ) Δαιμονικὸ συνέδριο (συνάθροισις πονηρῶν πνευμάτων) Κρήτ. - Ν. Πολίτ., Μελέτ. 2, 467. Ὅdας βαρέσῃ ἡ μουλαρόμυιγα τὰ ζά, τότενες τὰ πιˬάνει μία δαιμονιτσὴ μάνητα Πελοπν. (Ξεχώρ.) Διμονικὲς δ᾿λε͜ιὲς εἶν᾿ πουλλές, τοὺ μανόγαλου νὰ ᾿ποῦμι Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Αὐτὰ εῖνι διμουνικὰ πράματα Στερελλ. (Φθιῶτ.) Τὰ πιˬὸ πολλὰ δαιμονικὰ φουσᾶτα συνάγονται ᾿ς τὴν τάπιˬα τὴ μεγάλη Γ. Ἐπαχτίτ. εἰς Προπύλ. 1 (1900), 250 Δαιμονικὴ συνέργεια Λεξ. Βλαστ, 489 || Αἴνιγμ. Στραοπίστελ-λη ἡ μάννα | καὶ γλυκοταριˬὰ ἡ κόρη καὶ δαιμονικὸ τ᾿ ἀγγόνι (στραοπίστελ-λη = στραβοπόδαρη· ἡ ἄμπελος, ἡ σταφυλή, ὁ οἶνος) Νίσυρ. Τὸ αἴνιγμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. || ᾎσμ. Βρίσκει τσὶ πόρτες σφαλιστὲς καὶ τὰ κλειδιˬὰ παρμένα τὴ σκύλλα τὴ δαιμονικιˬὰ ᾿ς τὴν ἅλυση δεμένη Βιθυν. Ἡ σημ. ἤδη Βυζαντ. Συνών. διˬαβολικός, σατανικός. 2) Συνεκδ., ὁ ἔξαλλος, ὁ δαιμόνιος Γ. Ἐπαχτίτ. εἰς Προπυλ. 1 (1900), 146. - Λεξ. Δημητρ. Ἐμπρὸς στὴν ὁρμή του τὴ δαιμονικὴ τρέμει ὁλόσωμο τὸ σκαφίδι Γ. Ἐπαχτίτ., ἔνθ᾿ ἀν. Β). Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ. 1) Τὸ πονηρὸν πνεῦμα, τὸ ξωτικό, τὸ δαιμόνιον σύνηθ. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον) Πόντ. (Τραπ.) : Δὲν ξέρου τί σόι ἀνθρῶπ᾿ εἶνι καμπόσ᾿ κὶ λέπ᾿νι διμου᾿κὰ τ᾿ νύχτα Εὔβ. (Ἄκρ.) Τοὺν πῆραν τὰ διμνου᾿κὰ κὶ τοὺν σήκουσαν Εὔβ. (Ψαχν.) Ἐφάνθεν ᾿ς σ᾿ ὀμμάτ τ᾿ ἕναν δαιμονικὸν Τραπ. Σὲ οὕλ-λες τὶς γέν-νες ρεκαζομάναγε ᾿πὸ τὸ κακὸ ποὺ τῆς κάμνανε τὰμ μαῦρα δαιμονικὰ (ρεκαζομάναγε = ἐκραύγαζε) Εὔβ. (Κουρ.) Ἔφκε͜ιασι ᾿ς τὰ διμου᾿κὰ τραπέζ᾿ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σὶ πουλλὲς σπ᾿λιὲς βρίσκουντι διμουν᾿κὰ Εὔβ. (Στρόπον.) Δὲν εἶναι οἱ νεράιδες μόνο· καὶ ἄλλα ξωτικὰ καὶ δαιμονικὰ πειράζουν νύχτα μέρα τοὺς ἀνθρώπους Πελοπν. (Οἰν.) Ἔχει δαιμονικὰ (δαιμονίζεται) Κρήτ. (Κίσ. Σέλιν.) Ἐκαθήτανε σὲ βαρὺ τόπο. Ἐκε͜ιὰ πααινοερχόdισα τὰ δαιμονικὰ Κύθηρ. Τὰ διμονικὰ εἶν᾿ καbόσ᾿ ποὺ τὰ μαζών᾿ν Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Ὑπάρχουνε δαιμονικὰ, μακρέα τσ᾿ ἀλλάργα νὰ πᾶνε ᾿πὸ τὸ σπίτι μου! Εὔβ. (Βρύσ.) || ᾌσμ. Ἰησοῦς Χριστὸς νικᾷ | οὕλα τὰ δαιμονικὰ (ἐξ ἐπῳδ.) Θρᾴκ. Ἰησοῦς Χριστὸς νικᾷ | τσ᾿ ἡ μιγάλ᾿ Παναγιˬά, νὰ ξουρτσί᾿ τὰ κακὰ | τσ᾿ οὕλα τὰ διμου᾿κὰ (ἐξ ἐπῳδ.) Σκῦρ. Τρία ᾿διρφάκιˬα γκαρδιˬακὰ πουλύ ᾿σαν ᾿γαπημένα, μὰ σέφ᾿κι τοὺ διμουνικὸ γιὰ νὰ τὰ ξιχουρί᾿ (σέφ᾿κι = ἐπενέβη, εἰσῆλθε) Μακεδ. (Κοζ.) Ἦταν δυˬὸ ἀδέρφιˬα γκαρδιˬακὰ, δυˬὸ ἀδέρφιˬα ᾿γαπημένα κὶ βάλθ᾿κιν τοὺ διμουνικὸ γιˬὰ νὰ τὰ ξιχουρί᾿ Μακεδ. (Δαμασκ.) Συνών. ἀέρι 4, ἀερικὸ 3. β) Ἡ νόσος ἐπιληψία, ὁ σεληνιασμὸς Εὔβ. (Ἄκρ.) Κρήτ. (Κίσ. Σέλιν.): Τοὺ βράζ᾿ τοὺ διμου᾿κό, ὄξ᾿ ἀπουδῶ κὶ μακριὰ Ἄκρ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Δαιμο᾿κὴ Ἤπ. (Κόνιτσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/