δαιμόνιος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαιμόνιος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δαιμόνιος ἐπίθ. λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ δαιμόνιος.
Σημασιολογία
1) Ὁ θεῖος, ὁ θαυμαστός, ὁ ὑπέροχος λόγ. σύνηθ.: Δαιμόνιο ἔργο, δαιμόνια ἐφεύρεση λόγ. σύνηθ. Τραγουδοῦσα τραγούδι δαιμόνιο Σίκιν. 2) Ὁ εὐφυής, ὁ ἱκανὸς καὶ ἐφευρετικός, ὁ πολυμήχανος λόγ. σύνηθ.: Δαιμόνιος ἄνθρωπος - πολιτικὸς - καλλιτέχνης - τεχνίτης. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων ὑπὸ τὸν τύπ. Δαιμόνιος Σῦρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA