δακρυάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δακρυάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δακρυάκι τό, Πελοπν. (Γορτυν.) - Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. δακράκι Ἤπ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πειρ. Ρόδ. - Π. Βλαστ.. Ἀργώ, 123 καὶ 337 Δ.Λουκοπ., Βουν. Κατσαντ., 72 Ποιμεν. Ρούμελ., 258 Π. Γεννάδ., Λεξικ. Φυτολογ., 415 - Λεξ. Γαζ. Αἰν. Μπριγκ. Βλαστ., 469 Πρω. Δημητρ. δακρά᾿ Ἤπ. (Ριζοβ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Ἀργιθ. Μεσοχώρ. Τσαγκαρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Εὐρυταν. Φθιῶτ.) δακράτσι Εὔβ. (Κουρ.) δρακάκι Λεξ. Δημητρ. δρακά᾿ Στερελλ. (Παρνασσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάκρυ καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι. Ἡ λ. καὶ εἰς Βλάχ. καὶ Σομ. Ὁ τύπ. δρακάκι ἐκ τοῦ δακράκι διά μεταθ. τοῦ ρ ἢ παρετυμ. πρὸς τὸ δρακος-δρακάκι.
Σημασιολογία
1) Τὸ μικρὸν δάκρυ, θωπευτικῶς Ἤπ. (Ριζοβ. κ.ἀ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Γορτυν.) Ρόδ. - Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ.: ᾌσμ. Θέ μου, μὴ βρέχῃς σήμερα, κάνε μ᾿ αὐτὴν τὴν χάρη, κ᾿ ἐγὼ μὲ τὰ δακρυάκιˬα μου ποτίζω τὸ χορτάρι Γορτυν. Ὦ οὐρανέ, μὴ βρέξῃ πιˬόν, κάμε μ᾿ αὐτὴν τὴν χάριν κ᾿ ἐβὼ μὲ τὰ δακράκιˬα μου, θρέφου του τοὺ χουρτάρι Λιβύσσ. Πῆραν κακκάβιˬα, τέντζερις μαζὶ μὲ τὰ καπάκιˬα, Παναγούλα, μὴ δακράκιˬα Ἤπ. Νὰ στείλω τὸ δακρά᾿ μ᾿ σ᾿ ἕνα χρυσὸ μαντή᾿, νὰ στείλω τῶν Βαϊῶν κερὶ καὶ τὴ Λαμπρὴ λαμπάδα Ριζοβ. Δίχως χιˬονιˬὰ χιˬονίζονται, δίχως δροσιˬὰ δροσιˬοῦνται ἀπ᾿ τὰ δακράκιˬα τῶν κλεφτῶν κιˬ᾿ ἀπὸ τὰ μοιριˬολόγιˬα αὐτόθ. Νὰ στείλω τὰ δακράκιˬα μου σ᾿ ἕνα χρυσὸ μαντήλι καὶ τὰ δακράκιˬα καυτερὰ κὶ κάψαν τὸ μαντήλι Ρόδ. 2) Τὰ φυτὰ α) Ἠρανθὲς τὸ εὔοσμον (Primula suaveolns ἢ columnae) καὶ β) Ἠρανθὲς τὸ ἄκαυλον (Primula acaula), ἀμφότερα τῆς οἰκογ. τῶν Ἠρανθιδῶν (Primulaceae). Ἡ ὀνομασία τῶν φυτῶν ἐκ τῆς ἐπικρατούσης παρὰ τῷ λαῷ δοξασίας ὅτι ταῦτα ἐφύτρωσαν ἐκεῖ, ὅπου ἔσταξαν τὰ δάκρυα τῆς Παναγίας Εὔβ. (Κουρ.) Θεσσ. (Ἀργιθ. Μεσοχώρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Πειρ. Στερελλ. (Εὐρυταν. Φθιῶτ.) - Π. Βλαστ., ἔνθ᾿ ἀν. Δ. Λουκόπ., ἔνθ. ἀν. Π. Γενναδ., ἔνθ᾿ ἀν. - Λεξ. Γαζ. Αἰν. Βλαστ., ἔνθ᾿ ἀν. Πρω Δημητρ.: Τὰ ἴτσια τοῦ βουνοῦ τὰ λένε ᾿ς τὰ μέρη τοῦτα δρακάκιˬα. Τὸν καιρὸ λέει, ποὺ οἱ Ἑβραίοι ἔπιασαν τὸ Χριστό, γιὰ νὰ πά ᾿νὰ τὸνσταυρώσουν… ὅπου ἔπεφτε τὸ δάκρυ τῆς Παναγιᾶς, φύτρωνε κιˬ ἀπὸ ἕνα λουλουδάκι, ποὺ σκορποῦσε τὴ μυρωδιˬά του καὶ μοσχοβολοῦσαν τὰ γύρω (ἴτσια = ἴα, μενεξέδες) Δ. Λουκοπ., ἔνθ᾿ ἀν. Βῆκαν τὰ δακράκιˬα, πᾶμι νὰ μάσουμι Ἀργιθ. Μό᾿ς βγαί᾿ οὑ ἀμάραdους, βγαίν᾿ν κὶ τὰ δακράκιˬα Μεσοχώρ. || Ποίημ. Μὰ σὲ λιˬβάδι μάτιˬασε τὴν Ἄνοιξη τὴ χλώριˬα, ποὺ σὰν παιδούλα γέλαγε μὲ ἁγνὴν τροπαλοσύνη καί ᾿ς τὰ παλιˬούριˬα κρύβουνταν δακράκιˬα Π. Βλαστ., Ἀργώ, 123. Συνών. ζουμπούλι, Παναγίτσα. πασκαλούδα, φούλι. β) Κατὰ πληθ., τὸ φυτὸν Βατράχιον τὸ ἀερόφιλον (Ranunculus velutinus) τῆς οἰκογ. τῶν Βατραχιιδῶν (Raucunculaceae). Πβ. ἀβδελλόχορτο, βατραχοχόρτι Λεξ. Δημητρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA