δανεικὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δανεικὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

δανεικὰ ἐπίρρ. Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Κεφαλλ. - Λεξ. Πρω. Δημητρ. δνεικὰ Πόντ. (Σινώπ. Τραπ.) dανεικοῦ Ἀπουλ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. δανεικός. Ὁ τύπ. dανεικοῦ κατὰ τὰ εἰς -οῦ ἐπίρρ.

Σημασιολογία

Ἐπὶ ἐπιστροφῇ, κατ᾿ ἀνταπόδοσιν ἔνθ᾿ ἀν.: Φρ. Δανεικὰ καὶ τὰ λεφτά μας, δανεικὰ καὶ τσὶ δουλε͜ιές μας (ἐπὶ ἀγροτικῶν οἰκογενειῶν ἀλληλοβοηθουμένων) Κεφαλλ. || Παροιμ. Δανεικὰ ξύνονται οἱ γαιˬδάροι (ἐπὶ ἀνικάνων ἐπαινούντων ἀλλήλους) Λεξ. Πρω. Δανεικὰ ποὺ τρώει, ἀπὸ τὴν τσέπη του τρώει (ἐπὶ τῶν αὐταπατωμένων) Πόντ. (Σινώπ.) Ὅπο͜ιος πίνει δανεικὰ δυˬὸ φορὲς μεθάει (ἐπαχθέστερος ὁ δανεισμός, ὅταν γίνεται πρὸς ἱκανοποίησιν οὐχὶ ἀπαραιτήτων ἀναγκῶν) Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Ποὺ δειπνᾷ δανεικά, ταχιˬὰ θὰ πεινάσῃ (ἀνεπαρκὴς ἡ ὑπὸ ξένων ἐξυπηρέτησις) Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/