δαχτυλίδωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαχτυλίδωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαχτυλίδωμα τό, Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) – Λεξ. Δημητρ. (εἰς λ. δακτυλίδωμα) δαχτυλίδουμα Λυκ. (Λιβύσσ.) κ.ἀ. δαχτ᾿λίδουμα Μακεδ. (Ὄλυμπ.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. δαχτυλιδώνω.

Σημασιολογία

1) Ἡ τελετὴ τοῦ ἀρραβῶνος, ἡ μνηστεία Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Ὄλυμπ.): ᾿Σ τὸ δαχτυλίδωμά τζη θὰ ν᾿ ἔρθη καὶ ἡ θε͜ιά τση ἀποὺ τὴν Ἀμερικὴ Κίσ. Συνών. βλ. εἰς λ. ἀρραβωνάδιˬα καὶ δαχτυλίδισμα. 2) Ἡ προσαρμογὴ μικρᾶς μεταλλίνης στεφάνης, οἱονεὶ δακτυλίου, εἰς κυλινδρικὸν ἐπίμηκες ἀντικείμενον ἢ ἐργαλείον, οἷον ἄξονα μηχανῆς, βακτηρίαν κ.τ.τ., πρὸς ἐνίσχυσιν τῆς ἀντοχῆς ἢ πρὸς συγκάλυψιν φθορᾶς ἢ καὶ πρὸς διακόσμησιν Λεξ. Δημητρ.: Ἡ λαβὴ τῆς ὀμπρέλας κουνε͜ιέται καὶ θέλει δαχτυλίδωμα. Χωρὶς δαχτυλίδωμα θὰ φαγωθῇ ἡ μύτη τοῦ μπαστουνιˬοῦ. 3) Ἡ ὑπὸ χρυσουργοῦ τοποθέτησις καὶ ἐφαρμογὴ δακτυλιολίθου ἐπὶ δακτυλίου Λεξ. Δημητρ.: Νὰ μοῦ κάνῃς δαχτυλίδωμα τοῦ ρουμπινιˬοῦ νυχᾶτο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/