δαχτυλοδείχνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαχτυλοδείχνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δαχτυλοδείχνω Κρήτ. - Κ. Παλαμ., Γράμματ. 1, 48. 2,143 Γ. Ξενόπ., Κόσμος, 20 Πρωτοξύπν., 76 Ν. Ἑστ. 15 (1934), 1038 - Λεξ. Βάιγ. Πρω. Δημητρ. δαχτυλοδείχτω Κεφαλλ. δαχτυοδείχτω Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βυζαντ. δακτυλοδείχνω. Πβ. Λύβιστρ. καὶ Ροδάμν., στ. 807-808 (ἔκδ. Wagner, σ. 265) «τὸ ἕναν της τὸ χέριν κλιτὸν | εἶχεν εἰς μέτωπον καὶ νὰ δακτύλοδείχνῃ». Πβ. τὸ εἰς Σομ. δακτυλοδείχνω. Ἡ λ. καὶ εἰς Βλάχ.

Σημασιολογία

1) Δεικνύω διὰ τοῦ δαχτύλου Κεφαλλ. - Λεξ. Βάιγ.: Μὴ δαχτυλοδείχτῃς, γιˬατὶ δὲν κάνει Κεφαλλ. 2) Μεταφ., δακτυλοδεικτῶ, φέρω τινὰ ὡς παράδειγμα, ὡς διάσημον ἐπ᾿ ἀγαθῷ ἢ ἐπὶ κακῷ ἔνθ᾿ ἀν.: Ἐδαχτυοδείχτα dο gαὶ ᾿φτὸ μιˬὰ βοά, μὰ τώρα ἐΐνην g᾿ εἶναι χερότερος ἀπὸ μᾶς Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τόνε δαχτυλοδείχτουνε σὰν τρελλὸ Κεφαλλ. Ἕνα μεγάλο χρηματικὸ βραβεῖο, τὸ βραβεῖο Νόμπελ, μοιράζεται κάθε χρόνο σὲ μερικοὺς ἀπὸ κείνους, ποὺ δαχτυλοδείχνουνται ᾿ς τὸν κόσμο, περίφημοι, δουλεύοντας, μιˬὰ ἰδέα μεγάλη... Κ. Παλαμ., ἔνθ᾿ ἀν. 2, 143. Μὰ ἡ φήμη πάντα φήμη εἶναι, κ᾿ ἔτσι ἢ ἀλλιˬῶς πάντα δαχτυλοδειχνόταν Γ. Ξενόπ., Πρωτοξύπν., 76. Οἱ συντοπίτισσές μου θὰ μὲ δαχτυλοδείχνανε Ν. Ἑστ., ἔνθ᾿ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/