ἁγιˬοῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬοῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἁγιˬοῦσα ἡ, Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Πάτμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –οῦσα, περὶ ἧς ἰδ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 188.
Σημασιολογία
1)Γυνὴ φιλόθρησκος Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Πάτμ.:Φρ. Κάν᾿ τὴν ἁγιˬοῦσα (ἐπὶ τῆς ὑποκρινομένης τὴν εὐλαβῆ) Θρᾴκ. 2)Γυνὴ ψευδευλαβής, ὑποκρίτρια Θρᾴκ. (Μάδυτ. Σαρεκκλ. κ.ἀ.):Ἔν᾿ μιˬὰ ἁγιˬοῦσα αὐτή! Σαρεκκλ. Πβ. ἁγιˬόψυχος 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA