ἀγιˬουτάντες

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγιˬουτάντες

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀγιˬουτάντες ὁ, Ζάκ. Κέρκ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσ. κ.ἀ.) Σαλαμ. Σίφν. κ.ἀ. ἀιουτάντες Μεγίστ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. aiutante=βοηθός.

Σημασιολογία

1)Βοηθός, ὑπασπιστὴς Κέρκ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Σίφν. κ.ἀ.:ᾎσμ. Σαράντα Παλουμπιˬῶτες, | ὀγδόντα καπεταναῖοι, ἑξήντα μπουλουκπάσηδες, | τριάντα ἀγιˬουτάντες Ἀρκαδ. β)Γραμματεὺς Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσ. κ.ἀ.) γ)Ὁ μαθητευόμενος ἔν τινι ἐργασίᾳ Κέρκ. Παξ. κ.ἀ.:Ἦρθ᾿ ὁ μάστορας μὲ τὸν ἀγιˬουτάντε του Κέρκ. 2)Ἰατρὸς Ζάκ. 3)Ὡς ναυτικὸς ὅρ. σχοινίον, διὰ τοῦ ὁποίου ἀνέλκεται μετέωρος πρὸς τὰ ἄνω ἡ κεραία τοῦ ἱστίου, ῤθωτήρ, ρυθμιστὴρ Ἄνδρ. Μεγίστ. Σαλαμ. κ.ἀ. β)Μέρος τοῦ ἱστοῦ, ἐφ᾿ οὗ στερεοῦνται τὰ σχοινία τοῦ ἱστίου Παξ. γ)Πρόσθετον ἱστίον Κέρκ.:Θὰ σηκώσουμε καὶ τὸν ἁγιˬουτάντε καὶ ἄιντε, θὰ πααίνουμε καπνός.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/