ἀγιˬουτεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγιˬουτεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγιˬουτεύω Ἰθάκ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀγιˬοῦτο.
Σημασιολογία
Βοηθῶ, ἐνισχύω:Μὲ φώναξε νὰ dὸν ἀγιˬουτέψω κ᾿ ἔτρεξα καὶ τὄκαμα ὅ,τι bόρεσα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA