Ἀγαρηνὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
Ἀγαρηνὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιασικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
Ἀγαρηνὸς ὁ, Ἤπ. (Τσαμαντ.) Κάλυμν. Κῶς Πελοπν. (Λακων.) κ.ἀ. -ΔΣολωμ. 59 (ἔκδ. 1859) ΑΠαπαδιαμ. Τὰ μετὰ θάνατ. 28 Ἀγαρ᾿νὸς Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ. Ἀγαρανὸς Πόντ. (Κερασ.) Ἀγαρενὸς Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ὄν. Ἀγαρηνὸς ἐκ τοῦ Σημιτ. Ἄγαρ.
Σημασιολογία
1)Μουσουλμάνος, Τοῦρκος (κυρίως Ἀγαρηνοὶ εἶναι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσμαήλ υἱοῦ τῆς Ἄγαρ ἐκ τοῦ πατριάρχου τῶν Ἑβραίων Ἀβραάμ, ὡς τοιοῦτοι δὲ νομίζονται οἱ Ἄραβες, συνεκδ. δὲ ὠνομάσθησαν οὕτως ὅλοι οἱ Μουσουλμανικοὶ λαοὶ ὡς ἔχοντες τὴν αὐτὴν πρὸς τοὺς Ἄραβας θρησκείαν. Περὶ τῆς Ἄγαρ ἰδ. Π.Δ. Γένεσ. 16, 1-16) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Κάλυμν. Λῶς Πελοπν. (Λακων.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Φρ. Σκύλλε Ἀγαρηνέ! (ὕβρις) Κάλυμν. Βρὲ Ἀγαρηνέ! (ὕβρις) Λακων. Νὰ σὲ πνίξῃ τὸ σκοινὶ τ᾿ Ἀγαρηνοῦ! (ἀρὰ) Κῶς Νὰ σὲ κάψ᾿ ἡ φωτιˬὰ τ᾿ Ἀγαρηνοῦ! αὐτόθ.|| ᾎσμ. Ἄρ᾿ ὁ κοντὸν ὁ Θόδωρον π᾿ ἔ᾿ ἔμορφον νυφίτσαν, ἐλέπ᾿ν ἀτεν Ἀγαρενοί, ζελεύ᾿ν ἀτεν οἱ Τοῦρκοι (λοιπὸν ὁ κοντὸς Θόδωρος, ὅστις ἔχει ὡραίαν νύμφην, τὴν βλέπουν οἱ Ἀγαρηνοί, τὴν ζηλεύουν οἱ Τοῦρκοι. Τὸ Ἀγαρενοὶ καὶ Τοῦρκοι εἶναι ταυτόσημα) Χαλδ. Συνών. Σαρακηνός. 2)Μεταφ. ἄπιστος, αἱμοβόρος, κακοῦργος Ἤπ. Κάλυμν. κ.ἀ. 3) Τὸ οὐδ. ἐπιθετικ., Μουσουλμανικόν, Τουρκικὸν Ἤπ. (Τσαμαντ.) Πόντ. (Κερασ.) κ.ἀ. –ΔΣολωμ. ἔνθ᾿ ἀν.: Ψωμὶ Ἀγαρηνὸ (τὸ ὑπὸ Τούρκου παρασκευαζόμενον, τὸ ὁποῖον νομίζεται ὡς μεμολυσμένον καὶ δὴ δύσοσμον) Τσαμαντ. Ἀγαρηνὸ σκυλλὶ ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ᾿ ἀν.|| ᾎσμ. Ἕναν Ἀγαρανὸν παιδὶν ἐξέβεν κ᾿ ἐκαυσέθεν (ἓν παιδίον Ἀγαρηνὸν ἐβγῆκεν εἰς τὸ μέσον καὶ ἐκαυχήθη. Ἀξία παρατηρήσεως ἡ χρῆσις τοῦ ἐπιθ. πρὸς δήλωσιν ἐθνικότητος) Κερασ. -Ποίημ. Γιατὶ ἀλλεˬῶς θενὰ βρεθῆτε | ἢ μὲ ξένο βασιλεˬὰ ἢ θὰ καταφανισθῆτε | ἀπὸ χέριˬα Ἀγαρηνὰ ΔΣολωμ. ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA