ἀβαdανλίκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβαdανλίκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀβαdανλίκι τό, Κωνπλ. ᾿βαdανλούχ᾿ Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Τουρκ. avadanlik.
Σημασιολογία
Ἐργαλεῖον τεχνίτου, οἷον κτίστου, τέκτονος, ὑποδηματοποιοῦ καὶ τῶν ὁμοίων ἔνθ’ ἀν.: Ἐπέρεν τὰ ᾿βαdaνλούχ καὶ πάει ᾿ς σὴ δουλείαν Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA