ἁγιˬόψυχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬόψυχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἁγιˬόψυχος ἐπίθ. Ἤπ. Πελοπν. (Καλάβρυτ.) κ.ἀ. ἁγιˬόψ᾿χους Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. κ.ἀ.) ἁγιˬό᾿χους Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἁιόψ᾿χους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. ψυχή.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἔχων ἁγίαν ψυχήν, ἅγιος, ἀγαθὸς Ἤπ. (Ζαγόρ. Ἰωάνν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.):Ἦταν ἁιόψ᾿χους ἄνθρουπους Αἰτωλ. 2)Ὁ ὑπὸ τὸ πρόσχημα τῆς ἀγαθότητος ὑποκρύπτων δολιότητα, ψευδευλαβής, ὑποκριτής. Πβ. ἁγιˬοῦσα 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/