ἀβάζι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβάζι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀβάζι τό,ἀμάρτ. ἀβάζ᾿ Ἤπ. Πόντ. (Σάντ.) ἀιβάζι Πελοπν. (Λάστ.) ᾿βάζ᾿ Ἤπ.

Ετυμολογία

Περσοτουρκ. avaz=κραυγή.

Σημασιολογία

1)Θορυβώδης φωνή, κραυγὴ Πελοπν. (Λάστ.) Πόντ. (Σάντ.) 2)Φωνὴ Ἤπ.:Ἔχ᾿ ὄμορφ᾿ ἀβάζ᾿. Ἄξι᾿ ἀβάζ᾿ ἔ᾿ (φωνὴν μελῳδικήν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/