ἄβαθα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄβαθα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἄβαθα ἐπίρρ. Κεφαλλ. Παξ. κ.ἀ. ἀνάβαθα Κρήτ. κ.ἀ. ἀνέβαθα Κύπρ.
Ετυμολογία
Εκ τοῦ ἐπιθ. ἄβαθος.
Σημασιολογία
Ι) Ὄχι πολύ βαθέως, ὄχι εἰς βάθος μέγα Κεφαλλ. Κρήτ.: Ἀνἀβαθα ἐσκάψαμε τό πηγάδι Κρήτ. ΙΙ) Εἰς ἄπειρον βάθος, συνήθως ἐπί ταὼν ὑδάτων ταῆς θαλάσσης Κεφαλλ. Παξ.: Ἐρρίξαμου μια πέτρα καί πῆε ἄβαθα (ἤτοι εἶναι τόσον πολύ βαθέα τά ὓδατα, ὣστε δεν ἐνὀησαν πότε ἔφθασεν εἰς τον βυθόν ἡ πέτρα) Παξ. Συνών. ἄπατα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA