ἄβαθος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄβαθος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄβαθος ἐπίθ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ) Κεφαλλ. Μύκ. Πελοπν. (Λακων. Μάν. Οἰν. Πάτρ.) κ.ἀ. -ΑΒαλαωρ. 2,280. (ἔκδ. Μαρασλῆ) ἄβαθους Ἤπ.-Μακεδ. (Καστορ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἄβαθνος Ἤπ. -Μφιλήντ. Θρῦλ. 62 ἄβαθνους Ἤπ. ἄβατε Τσακων. ἄαθος Κάρπ. ἀνάβαθος Καππ. (Σινασσ.) Κρήτ. Κύθηρ. Νάξ. Πελπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ. Λακων. Μάν.) κ.ἀ. ἀνάβαθους Θρᾴκ. (Μάδυτ.) ἀνέβαθος Κρήτ. Κύπρ. ἀνάβαθυς Κρήτ. ἀνήβαθος Νάξ. (Γαλανάδ.) Μόνον οὐδ. ἄβαθον Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ-και τοῦ οὐσ. βάθος. Περί τοῦ σχηματισμοῦ τῶν τύπ. ἀνάβαθος και ἀνέβαθος ἰδ. ἀ-στερητ. 1 ὁ κἑξ.
Σημασιολογία
I)Ὁ μὴ ἔχων πολὺ βάθος, ἀβαθὴς Ἤπ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Καππ. (Σινασσ.) Κάρπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. Μακεδ. (Καστορ.) Μύκ. Νάξ. (Γαλανάδ.) Πελοπν. (Αἴγ. Καλάβρυτ. Λακων. Μάν, Οἰν.) Πόντ. (Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τσακων. κ.ἀ.: Ἄβαθο γουβὶ Κοτύωρ. Ἀνάβαθος ληνός, ἀνάβαθη στέρνα, ἀνάβαθο πηγάδι, Πελοπν. (πολλαχ.) Σκουτέλλιˬα ἀνέβαθα Κύπρ. Ἄβαθο πουάδι (πηγάδι) Μύκ. Ἄβαθους λάκκους Αἰτωλ. Ἄβαθου πουτάμ᾿ Ἤπ. Τὸ κουπ-πὶν ποῦ μᾶς ἔφερες ἔν᾿ ἀνέβαθον ταὶ ᾿ὲν χωρεῖ τίποτες (κουπ-πὶν=πήλινον πινάκιον, τρυβλίον) Κύπρ. Ἀοῦτο τὸ ποτάμ᾿ τὶπ ἄβαθον ἔν’ (τοῦτο τὸ ποτάμι εἶναι ὃλως διόλου ἀβαθὲς) Τραπ. Ἀνάβαθα νερὰ Καλάβρυτ. Κύθηρ. Λακων. Ἀνήβαθα νερὰ Γαλανάδ.|| ᾎσμ. Καράβιν ἐκατέβην ᾿ς τ᾿ ἀνέβαθα νερά, κλαίουν τ᾿ ἀναστενάζουν γεναῖτσες ταὶ παιδκιˬὰ Κύπρ. Συνών. ρηχός, ἀνάρρηχος. II)Ὁ ἔχων πολύ, ἀμέτρητον βάθος (ἡ σημ. αὓτη ἐγεννήθη κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ ἄπατος) Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κεφαλλ. Πελοπν. (Λακων. Πάτρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. -ΑΒαλαωρ. ἔνθ᾿ ἀν.): Πνιχτήκαν γιˬὰ τὰ σένα μέσα ᾿ς τ᾿ ἄβαθα κιˬ ἀπάτητα νερὰ τοῦ Μαυροποτάμου ἀγν. τόπ. Πούντους ἄβαθους εἶνι ᾿δῶ, φεύγα μὴν πνιῇς (πούντους=μέγα κοίλωμα γῆς πλῆρες ὓδατος) Αἰτωλ. Ἄβαθου πουτάμ᾿ εἶνι τοῦτου αὐτόθ. Συνήθης δὲ ὁ πληθ. τοῦ οὐδ. κατὰ παράλειψιν τοῦ οὐσ. μέρη ἐξηρτημένου ἐκ τῆς γενικ. γῆς ἤ θάλασσας ἐν φρ. Μπῆκα ᾿ς τ᾿ ἄβαθα τῆς γῆς (ἐπὶ μεγάλης καταισχύνης) Πάτρ. Μπῆκα μές᾿ ᾿ς τ᾿ ἄβαθα τ᾿ς γῆς (συνών. τῇ προηγουμένῃ) Ἤπ. Θὰ σὶ βάλου μές᾿ ᾿ς τ᾿ ἄβαθα τ᾿ς γῆς (ἐπὶ ἀπειλῆς ἢ κατάρας) αὐτόθ. Μ᾿ ἔβαλες ᾿ς τ᾿ ἄβαθνα τ᾿ς γῆς! (λέγει ἡ μήτηρ πρὸς τὸ παρεκτραπὲν τέκνον της, ἤτοι μὲ ἔκανες νὰ καταισχυνθῶ) αὐτόθ. Μ᾿ ἔβαλι ᾿ς τ᾿ ἄβαθα τ᾿ς γῆς αὐτείν᾿ (ἤτοι μὲ κατῄσχυνε, μὲ ἔκαμε νὰ ἐντραπῶ) Αἰτωλ. (Συνών. φρ. ᾿ς τ᾿ ἄφαντα τῆς γῆς). Πῆι ᾿ς τ᾿ ἄβαθα τ᾿ς θάλασσας τοὺ καράβ᾿ αὐτόθ.|| Ποιήμ. Πόσες φορὲς θυμήθηκα πῶς τ᾿ ἄβαθα νερά σου τὰ τρέφουνε τῆς συμφορᾶς καὶ τοῦ πνιγμοῦ τὰ δάκρυˬα ΑΒαλαωρ. ἔνθ’ ἀν. Ἄβαθνος, μέγας κιˬ ὁ βυθός, ἀφεύγατος κιˬ ὁ Χάρως ἀγν. ποιητοῦ. β)Τὸ οὐδ. ἄβαθνο οὐσ. τὸ ἄπειρον Ἤπ. κ.ἀ. – ΜΦιλήντ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA