ἀβάκα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβάκα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀβάκα ἡ, Ζάκ. Ἤπ. (Ἄρτ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Λακων. Μάν. Μεγαλόπ. Σουδεν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἀγνώστου ἐτύμου.
Σημασιολογία
1)Ἡ ἀπὸ κοινοῦ κατάθεσις χρημάτων εἴτε πρὸς παιδιάν, ἰδίως ἐν τῷ χαρτοπαιγνίῳ, εἴτε πρὸς ἐπιχείρησιν, συνεταιρισμὸς μὲ κοινὰ κέρδη καὶ ζημίας Ἤπ. (Ἄρτ. κ.ἀ.) Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Λακων. Μάν.) κ.ἀ.: Κάνομ᾿ ἀβάκα Παξ. Βάνουμε ἀβάκα Λακων. 2)Συμφωνία Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Μάν. Μεγαλόπ. Σουδεν. κ.ἀ.): Ἔχουμε ἀβάκα νὰ κινήσουμε τὸ πρωὶ Ἀρκαδ. Ἔχουμ᾿ ἀβάκα νὰ ᾿ρθῇς τὴν Παρασκευὴ Σουδεν. Ἔχουμ᾿ ἀβάκα νὰ πάμε ᾿ς τὸ κεῖθε μέρος αὐτόθ. 3)Ἐπιρρηματ. ἐκ κοινῆς συνεισφορᾶς, ἀπὸ κοινοῦ, συνεταιρικῶς Ζάκ. Κεφαλλ.: Ἔλα νὰ παίξουμε ἀβάκα Κεφαλλ. Θέλει νὰν τὰ βάλουμε τὰ λεφτὰ μας ἀβάκα αὐτόθ. Ἀβάκα! (λέγει τις πρὸς τὸν εὑρόντα ἓρμαιόν τι, ἤτοι θέλω καὶ ἐγώ μερίδιον) Ζάκ.|| Φρ. Νὰ βάλουμε τὴν καρδιˬά μας ἀβάκα (δηλ. νὰ συνταυτίσωμεν τὰ συναισθήματά μας) Κεφαλλ. Συνών. συντροφικᾶτα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA