ἀβάκη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβάκη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβάκη ἡ, ἀβάτη Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἀβάκιον μεταβληθέντος τοῦ γέν. κατ᾿ ἀναλογ. τοῦ συγγενοῦς κατὰ σημ. σκάφη. Πβ. Ἡσύχ. «μάκτρα· ἀβάκιον, ἔνθα μάσσουσι τὸ ἄλευρον».

Σημασιολογία

1)Ἡ σκάφη τοῦ μύλου, ἐν τῇ ὁποίᾳ καταπίπτει τὸ ἄλευρον ἐξερχόμενον ἐκ τῶν μυλοπετρῶν. Συνών. ἀλευροθέσι, ἀλευροθήκη. 2)Τὸ ξύλινον δοχεῖον τὸ ὑπερκείμενον τῆς μυλοπέτρας τοῦ ἀλευρομύλου, ἐν τῷ ὁποίῳ τίθεται ὁ πρὸς ἄλεσιν σῖτος. Συνών. κοφίνα, κοφίνι, κοφινίδα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/