ἄβαλτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄβαλτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄβαλτος ἐπίθ. Θρᾴκ. (Γέν.) Παξ. Πελοπν. (Ἀργολ. Ἀρκαδ. Λακων.) Πόντ. (Τραπ.) κ.ἀ. ἄβαλτους Λυκ. (Λιβύσσ.) Μακεδ. (Βογατσ. Καστορ.) ἄβαρτος Κρήτ. Σίφν. Σῦρ. Χίος κ.ἀ. ἀβάλετος Πόντ. (Οἰν. Ὄφ.) ἀβάλιτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀβάλιτε Τσακων. ἀνέβαρτος Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ-καί τοῦ ρ. βάλλω. Ὁ τύπ. ἀβἀλετος ἐσχηματίσθη κατ’ἀναλογ. τῶν ἐκ τῶν περισπωμένων ρ. παραγομένων, ὥς ἀμάσετος, ἀμέτρετος, ἀφίλετος, ἰδίως δε τοῦ συνων. ἀφόρετος. Εἰς το ἀβάλιτος και ἀβάλιτε ἔγινεν ἀνάπτυξις τοῦ ι. Περί τοῦ τύπ. ἀνέβαρτος ἰδ. ἀ-στερητ. 1 ὁ κἑξ.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ τοποθετηθείς που Θρᾴκ. (Γέν.) Μακεδ. (Βογατσ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Πόντ. (Οἰν. Ὄφ. Τραπ.) κ.ἀ.: Ἄβαλτο παννὶ (ἐπὶ τοῦ νήματος, τὸ ὁποῖον δὲν ἐτέθη ἀκόμη ἐπὶ τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ πρὸς ὕφανσιν) Ἀρκαδ. Τὰ μῆλα ἀκόμαν ἔβαλες ᾿ς σὸ καλάθ᾿; -Ἄβαλτα εἶναι ἀκόμαν Τραπ. Τὸ ψωμὶ ἐπόμεινε ἀβάλετο (δηλ. δὲν εἰσήχθη εἰς τὸν κλίβανον διὰ νὰ ψηθῇ) Ὄφ. ||Αἰνιγμ. Ἄκοπο ᾿πὲ τὸ μαχαίρ᾿, ἄβαλτο μές᾿ ᾿ς τὸ σκουτέλλ᾿, γούλ᾿ ἀπ᾿ αὐτὸ ἔφαγανα κιˬ ὁ βασιλές, ποντὲ ἤντανα κωπέλλ᾿ (ποντὲ=ὅταν. Τὸ μητρικὸν γάλα) Γέν. Συνών. ἀβάλωτος 1. β)Ὁ μὴ τεθεὶς εἰς τὴν γῆν, ἀφύτευτος, ἄσπαρτος, ἐπὶ σπερμάτων, φυτῶν κττ. Πελοπν. (Λακων.) Χίος: Κρεμμύδι ἄβαλτο Λακων. Ἔχω ἄβαρτα τὰ κρεμμύδιˬα-τὰ σκόρδα-τὰ κουκκιˬὰ Χίος. γ)Ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον δὲν ἔβαλέ τίς τι, ὁ μὴ σπαρείς, ὁ μὴ φυτευθείς, ἐπὶ ἀγρῶν, κήπων, ἀμπέλων κττ. Κύπρ. Πελοπν. (Λακων.): Ἀμπέλι ἄβαλτο Λακων. Ἀνέβαρτον περβόλιν Κύπρ. Ἔχω τὸ ἀκόμα ἀνέβαρτον τὸ χωράφιν μου αὐτόθ. δ)Ὁ μὴ εἰσελθών που Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Βαλιμένος κιˬ ἀβάλετος ᾿ς τὴν πόρτα τοῦ καφενὲ ἤκαμεν καὶ καβγᾶ (μόλις εἰσηρχετο κτλ.) 2)Ὁ μήπω τεθεὶς εἰς χρῆσιν, ἀμεταχείριστος, καινουργής, ἐπὶ ἐνδυμάτων, ὑποδημάτων κττ. Ἤπ. Μακεδ. (Βογατσ. Καστορ.) Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Παξ. Πελοπν. (Ἀργολ. Ἀρκαδ. Λακων.) Σίφν. Τσακων. κ.ἀ.: Ἀκόμη ἔχω ἄβαρτα τὰ παπούτσιˬα ἁποῦ ᾿καμα Κρήτ. Ἔχου τὰ φουρέματα μ᾿ ἄβαλτα ἀκόμα. Ἤπ. Ἀβαλτο τὸ ᾿χει ἀκόμα τὸ φουστάνι ὥς σήμερα Ἀπύρανθ. Βραχάνι ἀβάλιτε (βραχάνι=φουστάνι) Τσακων. Νὰ πάρῃ τὴ σπλῆνα του, νὰ τὴν καρφώσῃ μ᾿ ἕνα ἄβαλτο καρφὶ εἰς ἕνα σταυροδρόμι καὶ νὰ μὴν περάσῃ πεˬὰ ἀποκεῖ τὰ πράβατά του (ἐκ παραδ.) Ἀργολ. Συνών. ἄπαννος, ἄπιˬαστος, ἀφόρετος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/