ἀβάλωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβάλωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβάλωτος ἐπίθ. Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ-και τοῦ ἀμαρτ. ρ. βαλώνομαι-βαλώνω, διά δε τον σχηματισμόν πβ. τά ὅμοια να κάμω –καμωμένος-καμώνομαι-ἀκάμωτος, να γίνω –γινωμένος-γινώνω-ἀγίνωτος, νά ἐμβάλω-μπαλωμένος-μπαλώνομαι-μπαλώνω-ἀμπάλωτος κττ., ἐν οἷς ὡς βάσις σχηματισμοῦ ἐλήφθη τό α’ προς. τοῦ ἀορ. τῆς ὑποτακτ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,580 κἑξ.

Σημασιολογία

1)Ὁ μὴ τεθείς που: Ἀβάλωτον-ν-ἐμόλυκεν τὸν περάτη (ἤτοι δὲν ἔβαλε τὸν σύρτην τῆς θύρας). Συνών. ἄβαλτος 1. 2)Ὁ μὴ φορεθείς, καινουργής, ἐπὶ ἐνδυμάτων, ὑποδημάτων κττ. Σάκκος ἀβάλωτος. Παπούτσιˬα-ροῦχα ἀβάλωτα. Συνών. ἄβαλτος 2, ἀφόρετος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/