ἁγιώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἁγιώνω Σκιάθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος.
Παραθέματα αρχαίων συγγραφέων
Καθιστῶ τι ἅγιον, ἥμερον, ἥσυχον: Τὸ παρακκλήσι αὐτὸ ἁγίωσε καὶ μέρωσε ὅλο τὸ ἄγριˬο κῦμα ποῦ πρωτύτερα εἶχε κατάρα ὅλος αὐτὸς ὁ γιˬαλὸς (ἐκ παραδ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA