ἁγιˬωτικὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬωτικὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγιˬωτικὰ τά, Θήρ. Κῶς Μακεδ. (Θεσσαλον.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Παξ. Σίφν. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. ἁγιˬωτ᾿κὰ Μύκ. ἁγιˬουτ᾿κὰ Κυδων. Λέσβ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἁγιωτικός.
Σημασιολογία
1)Πάντα ἐν γένει τὰ πρὸς τὴν θρησκείαν σχετιζόμενα πράγματα Θήρ. Κῶς Μακεδ. (Θεσσαλον.) Παξ. κ.ἀ.:Ὅλη μέρα μὲ τ᾿ ἁγιˬωτικὰ ἔχει νὰ κάμῃ, εἶναι καλὸς γιˬὰ παππᾶς Παξ. || Φρ. Αὐτὰ εἶναι ἁγιˬωτικὰ (ἐπὶ θρησκευτικῶν πραγμάτων, περὶ τῶν ὁποίων δὲν ἐπιτρέπονται σχόλια καὶ συζητήσεις) Θεσσαλον. 2)Θρησκευτικὰ μέσα θεραπευτικὰ τῶν ἀσθενειῶν, οἷον παρακλήσεις, ἁγιασμοί, ἐπῳδαί, καπνίσματα μὲ ἡγιασμένα ἄνθη (πβ. ἁγιˬολούλουδο) κττ. Κυδων. Λέσβ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σίφν. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ.:Κάνε τοῦ παιδιˬοῦ σου ἁγιˬωτικὰ γιˬὰ νὰ γίνῃ καλὰ Ἑρμούπ. Μὶ τ᾿ ἁγιˬουτ᾿κὰ εἶδι τὴν ὑγε͜ιά τ᾿ Λέσβ. Μὶ τ᾿ ἁγιˬουτ᾿κὰ τοῦ πέρασ᾿ ἡ--ἀρρώστιˬα αὐτόθ. || Φρ. Ἔπισι ᾿ς τ᾿ ἁγιˬουτ᾿κὰ (ἐπὶ ἀσθενοῦς ἀπελπισθέντος ἐκ τῆς ἰατρικῆς βοηθείας καὶ ζητοῦντος τὴν ἴασίν του διὰ μέσων θρησκευτικῶν) Κυδων. Λέσβ. 3)Τὰ ἐν Ἱεροσολύμοις κατασκευαζόμενα καὶ ὑπὸ τῶν προσκυνητῶν κομιζόμενα ὡς ἀναμνηστικὰ εἰς τοὺς οἰκείους καὶ φίλους κομβολόγια, κηρία, σταυροὶ κττ. Κρήτ. Πβ. ἁγικό, Ἁγιˬοταφίτικος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA