ἁγιωτικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιωτικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἁγιωτικὸς ἐπίθ. Πόντ. (Χαλδ.) ἁγιˬωτικὸς Θήρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἁγιˬουτ᾿κὸς Λέσβ. Μακεδ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἐπίθ. ἁγιωτικός.
Σημασιολογία
1)Ὁ εἰς τοὺς ἁγίους ἀνήκων Θήρ. Λέσβ. Μακεδ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ὁλημερὶς τσῆ μέρας διˬαβάζ᾿ ἁγιˬωτικὰ Ἀπύρανθ. Νὰ πῶ ἕν᾿ ἁγιˬουτ᾿κὸ πρᾶμα (τὸν βίον τοῦ κατὰ τὴν ἡμέραν αὐτὴν ἑορταζομένου ἁγίου) Μακεδ. Ἁγιˬουτ᾿κὰ λουλούδιˬα Λέσβ. 2)Εὐσεβής, ἐνάρετος Θήρ. Λέσβ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πόντ. (Χαλδ.):Πολλὰ ἁγιωτικὸς ἄρθωπος ἔν ᾿ Χαλδ. Ἁγιˬουτ᾿κὸς ἄθρουπους Λέσβ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA