ἀγκαζάρω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκαζάρω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀγκαζάρω πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Γαλλ. engagé καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άρω.
Σημασιολογία
1)Λαμβάνω τὸν λόγον, τὴν ὑπόσχεσιν τινος, ὅτι θὰ κάμῃ τι, ὑποχρεώνω Άθῆν. κ.ἀ.:Τὸν ἀγκαζάρισε νὰ τοῦ τὸ κάνῃ Ἀθῆν. Εἶμαι ἀγκαζαρισμένος καὶ δὲν μπορῶ νὰ κάνω διαφορετικὰ αὐτόθ. β)Μισθώνω Παξ. κ.ἀ.:Ἀγκαζάρισα τόσους νοματαίους γιˬὰ νὰ δουλέψουνε καὶ τώρᾳ δὲν ἔχω δουλε͜ιὰ νὰ τοὺς δώκω Παξ. 2)Ἀποκτῶ δικαίωμα προτεραιότητος ἐπὶ τινος Ἀθῆν. κ.ἀ.: Ἔχω ἀγκαζάρει τὴν ἐφημερίδα-τὸ αὐτοκίνητο κττ. Ἀθῆν. Dάμα ἀγκαζαρισμένη (φρ. χοροῦ) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA