ἀβανιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβανιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβανιˬὰ ἡ, ἀβανία Ζάκ. Μέγαρ. Πελοπν. (Μάν.) ἀβανίˬα Τσακων. ἀβανιˬὰ κοιν. ἀβγανιˬὰ Κρήτ. (καὶ ἀβανιˬὰ) ἀφανιˬὰ Κύπρ. ἀανιˬὰ Κάρπ. ᾿βανιˬὰ Σκῦρ. ᾿βγανιˬὰ Κρήτ.

Ετυμολογία

Ὁ GMeyer Neugr. Stud. 4,5 δέχεται ὅτι ἡ λ. παράγεται ἐκ τοῦ Ἰταλ. avania= ζημία, βλάβη, ἀλλὰ ὀρθότερον φαίνεται ὅτι ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀβάνης εἰσελθόντος παλαιότερον εἰς τὴν Ἑλληνικὴν ἐκ τῆς Ἀραβικῆς. Ὁ τύπ. ἀβανία ἤδη παρὰ Δουκ. Ὁ τύπ. ᾿βανιˬὰ προῆλθε δι᾿ ἀφαιρέσεως τοῦ α συγκρουσθέντος πρὸς προηγούμενον ἄλλο α, οἷον βαρε͜ιὰ ᾿βανιˬά. Τὸ ᾿βγανιˬὰ ἐκ συμφύρ. πρὸς τὸ βγάνω, μεθ’ οὗ συνεκφέρεται (ἰδ. κατωτ.)

Σημασιολογία

1)Διαβολή, συκοφαντία, δυσφήμησις, κακολογία κοιν.: Δὲν εἶναι ἀλήθε͜ια, ἀβανιˬὰτοῦ κόσμου. Αὐτὸ εἶναι ἀβανιˬὰ κοιν. Συνήθως συνεκφέρεται κατὰ περίφρ. μετὰ τῶν ρ. βγάζω ἢ βγάνω, βάνω καὶ ρίχνω ἀντὶ τοῦ ἀβανίζω=διαβάλλω, συκοφαντῶ, δυσφημῶ, κακολογῶ: Τοῦ βγάζω ἀβανιˬὰ Κρήτ. Βγάνω ἀβανιˬὲς Κεφαλλ. Μοῦ βγάλαν ἀβανιˬὰ πῶς ἀγαπῶ μιˬὰ δούλα Αἴγιν. Τοῦ βγάλανε μιˬὰν ἀβανιˬὰ ποῦ δὲ λέγεται Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἔβκαλέν του τὴν ἀβανιˬὰν πῶς ἔν κλέφτης Κύπρ. Μοῦ ᾿ρριξαν ἀβανιˬὰ Πελοπν. (Σουδεν.) Ἔλα dὲ τὴν ἄμοιρη, ἀβανία ποῦ τῆς ρίξανε! Μέγαρ. Τί τοῦ ρίχνιτι ἀβαν͜ιές; Λέσβ. Ἀβαν͜ιὲς τσῆ βγάνουν πῶς ἔχει ἀγαπητικοι Ἀπύρανθ.|| Φρ. Νὰ σὲ μάς᾿ – νὰ σὲ πάρ᾿ ἡ ἀβανιˬά! (δηλ. νὰ ἐξαφανισθῇς, νὰ καταστραφῇς! Ἀρὰ) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Κακὴ ἀβανιˬά! (δηλ. νὰ σὲ πάρῃ!) Ἤπ. Νὰ τοῦ ᾿ρθ᾿ ἀβανιˬά! (ἀνέλπιστος δυστυχία) αὐτόθ. Ἡ ἀβανιˬὰ νὰ σὲ πάρῃ! Ἀπύρανθ. Θὰ τοῦ δώκου τ᾿ς ἀβανιˬᾶς νὰ τοῦ πάρ᾿! (ἤτοι θὰ τὸ ἐξολοθρεύσω, θὰ τὸ ἐξαφανίσω!) Ζαγόρ. Συνών. φρ. Θὰ τὸ στείλω ᾿ς τὸ διˬὰβολο! || Παροιμ. Τῆς ἀβανιˬᾶς τὸ γέννημα σὲ ποντισμένο μύλο (ὅτι οἱ συκοφάνται ἔχουν κακὸν τέλος) Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λάστ.) || ᾌσμ. Κόρη μου, κάθου φρένιμα, κοίταζε τὴ δουλε͜ιά σου, νὰ μὴ σὲ ρίξουν ἀβανιˬὰν τσαὶ βγάλουν τ’ ὄνομὰ σου Μεγίστ. Οἱ ἀρχόντοι τὸν ζηλεύανε, | βαρε͜ιὰ ’βανιˬὰ τοῦ ρίξανε Σκῦρ. Συνών. ἀβάνεμα. 2)Ἀδικία Πελοπν. (Καλάβρυτ. Λάστ.) 3) Δυστυχία, συμφορὰ Στερελλ. (Αἰτωλ.): Τοὺν ηὗραν πουλλὲς ἀβανιˬὲς μ’ ηὗραν, τί νὰ βαστάξου! Τοὺν πῆρ’ ἡ ἀβανιˬὰ μὶ τ’ν πουλλὴ φαμιλιˬά. β)Πληθ. οἰκογενειακαὶ ἐνοχλήσεις, βάρη Σαμοθρ.: Μὶ πλακῶσαν οἱ--ἀβανιˬές.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/