ἀγκάθα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκάθα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγκάθα ἡ, σύνηθ. ἀγκάθ-θα Κύπρ. Ρόδ. ἀκάθθα Κάρπ. ἀgάθα Κρήτ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Μεγεθ. τοῦ οὐσ. ἀγκάθι.

Σημασιολογία

1)Ἡ μεγάλη ἄκανθα καὶ γενικῶς πᾶσα ἄκανθα σύνηθ.:Μοῦ μπῆκε μιˬὰν ἀgάθα Κρήτ. Ἔπ-πεσεν μέσ᾿ ᾿ς τὲς ἀγκάθθες τ᾿ ἐγέμωσεν Κύπρ. Ἐμπέην ἀγκάθ-θα ᾿ς τὸ νύιν μου (ἐμπέην=εἰσῆλθε) αὐτόθ. || Φρ. μουστάκι ἀgάθα (ἐπὶ μύστακος, τοῦ ὁποίου αἱ τραχεῖαι τρίχες προβάλλουν ὡς ἄκανθαι) Κρήτ. Κάθεται πάνω ᾿ς τοὶς ἀγκάθ-θες (ἐπὶ τοῦ κατεχομένου ὑπὸ ἀνησυχίας) Κάρπ. Τοῦ σκάρωσε μιˬὰν ἀgάθα (τὸν ἐσυκοφάντησε, ἐρρᾳδιούργησε κττ.) Κρήτ. || ᾎσμ. Κ᾿ οἱ Τοῦρκοι ὡσὰν εἴδανε τὸ χαλασμὸ ποὺ ᾿πάθα, εἴχασθ ὅλοι ᾿ς τὴ gαρδιˬὰ φαρμακερὴ ἀgάθα Κρήτ. β)Ἄσπρη ἀγκάθα, τὸ φυτὸν κίρσιον ἡ ἄκορνα (cirsium acarna ἢ picnomon acarna) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) ΘΧελδράιχ. 51 καὶ ΠΓεννάδ. 509. Συνών. ἀγριάγκαθο, ἀσπράγκαθο, κουκκουτσάγκαθο, σεϊτάγκαθο. 2)Ἡ σπονδυλικὴ στήλη Ρόδ. Σκῦρ. κ.ἀ.: Ἔσπασε τὴν ἀγκάθ-θα του Ρόδ. Ἐπὶ τῆς σημ. ταύτης ἤδη παρ᾿ ἀρχ. ἡ λ. ἄκανθα. Συνών. ἄγκαθας 2, ἀγκάθι 1 ια, ραχοκοκκαλεˬά. Πβ. ἄγανο 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/