ἀγκαθάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκαθάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγκαθάκι τό, σύνηθ. ἀγκαθά᾿ βόρ. ἰδιώμ. ἀγκαθθάτσι Μεγίστ.
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀγκάθι.
Σημασιολογία
1)Μικρὰ ἄκανθα σύνηθ.:Μοῦ μπῆκε ἀγκαθάκι ᾿ς τὸ δάχτυλο-᾿ς τὸ μάτι σύνηθ. || Φρ. Εἶν᾿ ἀγκαθά᾿ (ἐπὶ τοῦ ρᾳδιούργου) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Συνών. ἀγκαθαδάκι, ἀγκαθίτσα 1, ἀγκαθούλλα 1. 2)Τὸ φυτὸν γρόμφαινα ἡ σφαιρανθὴς (gromhaena globosa) τῆς τάξεως τῶν ἀμαραντωδῶν (amarantaceae) φέρον ἄνθη σφαιροειδῆ (ΠΓεννάδ. 233) Λέσβ. Συνών. ἀγκαθέλλι. [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA