ἀγγελοβαρημένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγελοβαρημένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀγγελοβαρημένος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀgελοβαρημένος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγγελος καὶ τοῦ βαρημένος μετοχ. τοῦ ρ. βαρῶ.

Σημασιολογία

Ὁ κτυπηθεὶς ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου τοῦ θανάτου, ὁ πνέων τὰ λοίσθια: Ἔλα, μὰ σὰ ὅdεν εἶν᾿ κ᾿ εὐτὸς ἀgελοβαρημένος καὶ δὲ μοῦ καλοφαίνεται. Εἶdα dέπερη ᾿ν᾿ ποῦ τὴν ἔχεις, θαρρεῖ κἀνεὶς πῶς εῖσαι ἀgελοβαρημένη (dέπερη=ἀδυναμία). Μούρ᾿ ἀgελοβαρημένο, ποῦ νὰ σὄρθ᾿ ἀgελοβάρημα! (ἀρὰ). Συνών. ἀγγελοχτυπημένος (ἰδ. ἀγγελοχτυπε͜ιοῦμαι).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/