ἀγγελοβλεποῦσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελοβλεποῦσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγγελοβλεποῦσα ἐπίθ. θηλ. ἌνθΠαπαδόπ. ἐν Ἀθηνᾷ 37 (1925) 186.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγγελος καὶ τοῦ ρ. βλέπω διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –οῦσα.
Σημασιολογία
Ἡ ὡς ἄγγελος βλέπουσα, ἡ ἔχουσα βλέμμα ἀγγελικόν, ὡραῖον. Συνών. ἀγγελοθωροῦσα, ἀγγελομματοῦσα. Πβ. ἀγγελικᾶτος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA