ἀγγελοβλέπω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγγελοβλέπω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀγγελοβλέπω ἀόρ. ἀντελόδα Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγγελος καὶ τοῦ ρ. βλέπω.

Σημασιολογία

Ταράσσομαι, ἐξίσταμαι ἐκ φόβου βλέπων φαντάσματα: ᾿Ὲν τὸν θωρεῖς ποῦ ἀτελόδεν; Ἀτελόδες, φτωέ, λαλῶπως (ἴσως). Συνών. ἀγγελοθωριˬάζω, ἀγγελοσκιˬάζομαι (ἰδ. ἀγγελοσκιˬάζω 1β). Πβ. ἀγγελοθωρῶ 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/