ἀβαντζάρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβαντζάρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀβαντζαρισμα τό, Ζάκ. Κυκλ. (Νάξ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀβαντζάρω.
Σημασιολογία
1)Προσφορὰ μεγαλυτέρας ἀξίας διὰ πρᾶγμα τι ἐν δημοπρασίᾳ, πλειοδοσία Κυκλ. (Νάξ. κ.ἀ.):Ἔκανα ἀβαντζάρισμα καὶ τὸ πῆρα Νάξ. 2)Κέρδος καθαρὸν Ζάκ.: Τ’ ἀβαντζάρισμα τῆς πιˬάσις ἦταν ἐκατὸν δραμὲς (πιˬάσι=ἐμπορικὴ ἐπιχείρισης). β) Περίσσευμα, πλεόνασμα Ζάκ.: Φέτο ἔχω ἀβαντζάρισμα ἀπὸ λᾴδι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA