ἀγγελοζωγραφιστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγγελοζωγραφιστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀγγελοζωγραφιστὸς ἐπίθ. Νίσυρ. Παξ. Τῆλ. κ.ἀ. ἀγγελοζιˬουγραφιστὸς Παξ. ἀgελοζγουράφιστος Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἄγγελος καὶ τοῦ ἐπιθ. ζωγραφιστός. Τὸ ἀgελοζγουράφιστος καὶ παρ᾿ Ἐρωτοκρ. Πβ. Β στ. 607 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «περνῶντας μιὰν ταχυτερινὴ θωρεῖ μιὰν πλουμισμένη, | μιὰν ἀγγελοζγουράφιστη ροδοπεριχυμένη».
Σημασιολογία
Ὁ ὢν ὅμοιος πρὸς ἄγγελον ζωγραφισμένον, ἤτοι εὐειδής, ὡραῖος ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Σηκώθηκα τὸ καηˬμένο μιˬὰν αὐγὴ μὲ τὸ καλὸ κ᾿ εἰς τὸν κάμπο κατεβαίνω κόρη νά ᾿βρω νὰ χαρῶ, βρίσκω μία ἀγγελούδια κ᾿ ἤτανε μισανοιχτὴ κ᾿ ἤτανε μιˬὰ κόρη μέσα ἀγγελοζωγραφιστὴ Νίσυρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγγελικᾶτος 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA